Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Νίκος Γεωργάκης – Να γίνω η θάλασσα


 Ιδιαίτερη περίπτωση μουσικού που με συνέπεια ακολουθεί έναν δρόμο ποιότητας και μελωδικότητας και που για κάποιο λόγο, άγνωστο ακόμα, δεν έχει ακολουθήσει και η αρμόζουσα (μεγάλη) ποσότητα ακροατών. Είναι από τους ανθρώπους που συχνά φέρνω ως παράδειγμα στην θέση μου πως υπάρχουν καταπληκτικά τραγούδια –όχι απλά καλά- τα οποία μαζί με τους συνθέτες τους έπρεπε να είναι πασίγνωστα. 

 Ο πιο πρόσφατος δίσκος του Νίκου Γεωργάκη φέρει τον τίτλο «Να γίνω η θάλασσα», με δεκατρία τραγούδια και ένα οργανικό θέμα. Η παρέα γνωστή… οι μουσικοί που χρόνια παίζουν με το Νίκο Γεωργάκη : ο Κυριάκος Γκουβέντας στο βιολί, μουσικά μαζί ήδη εδώ και 23 χρόνια, από τον καιρό της «Βραδινής Αναρρίχησης», ο Τάσος Μισυρλής στο τσέλλο – σ’ αυτόν τον δίσκο, δυστυχώς, δεν τραγουδάει – άλλος παλιός γνώριμος εικοσαετίας,  αλλά και η Κική Καρυπίδου στα φλάουτα, Ο Φίλιππος Σαμουηλίδης στο μπουζούκι και το μαντολίνο, ο Γιάννης Πολυμενέρης στο κοντραμπάσσο, ο Γιώργος Κατιάκος στα κρουστά δισκογραφούν πολλά χρόνια μαζί του ενώ τα τελευταία χρόνια(!) πιάνο παίζει η Φερωνίκη Σουρούβαλη. Την παρέα πλαισιώνει τεχνικά ο γνωστός και μόνιμος συνεργάτης σε όλους τους δίσκους του Γεωργάκη, Χρήστος Μέγας.

Έχει αλλάξει λοιπόν κάτι από τις προηγούμενες δισκογραφικές του παρουσίες; Για να δούμε…

Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο σπίτι του Γεωργάκη, όπως και οι παλαιότεροι.

Η εικόνα του εξώφυλλου για πρώτη φορά αταίριαστη με το περιεχόμενο. Τραγικά αταίριαστη, θα μπορούσε να περιέχει τα summer hits 2011. Nα γίνω η θάλασσα, σου λέει η εταιρεία, οπότε: κύμα, αμμουδιά, γυναικεία οπίσθια, τελειώσαμε. 

Η ενορχήστρωση από τον Γεωργάκη, όπως και παλαιότερα.

Βολιά, φλάουτα και κιθάρες υφαίνουν τις όμορφες μελωδίες του δίσκου, μαζί με τσέλλο, πιάνο, μαντολίνο και αναλόγως κρουστά και μπουζούκι, όπως και παλαιότερα.

Να μια αλλαγή και μάλιστα ουσιώδης! Εκτός από το Νίκο Γεωργάκη, στα τραγούδια δίνουν τη φωνή τους ο Απόστολος Δεληγεώργης που συμμετείχε και στον προηγούμενο δίσκο, αλλά και ο Μανώλης Πορφυράκης και η Ειρήνη Σγουρίδου - για πρώτη φορά. Η Ειρήνη Σγουρίδου  είναι μια γυναικεία φωνή η οποία δένει άψογα με τα τραγούδια αλλά και δίνει μια αίσθηση δροσιάς και πραγματικής ερμηνείας, τονίζοντας σωστά, βάζοντας συναίσθημα και γενικά μπαίνοντας στην ουσία του τραγουδιού. Μια τόσο ζεστή χροιά, που σε παρασέρνει μαζί με την γλυκύτητα των σκοπών και αποτελεί ένα από τα καλύτερα στοιχεία του δίσκου. Ο Μανώλης Πορφυράκης είναι επίσης μια πολύ όμορφη φωνή και πολύ καλή επιλογή για τα συγκεκριμένα τραγούδια του Νίκου Γεωργάκη όπως και ο γνώριμος από παλαιότερα τραγούδια του Νίκου Γεωργάκη, Απόστολος Δεληγεώργης: δύο ωραίες φωνές, συνεργάτες  – ή αλλιώς, συμπαίκτες - και εκτός δίσκου.


Στον δίσκο ο Γεωργάκης συνεργάζεται στιχουργικά με τον Γιάννη Περδίκη. «Βραδινός Αναρριχητής» και αυτός και σταθερή παρουσία σε όλους τους δίσκους του Γεωργάκη, είτε αποκλειστικά είτε σε μεγάλο μέρος του δίσκου, όπως εδώ. Στίχοι αυτών των τραγουδιών γράφτηκαν αρχικά για το θεατρικό έργο του Γιάννη Παλαμιώτη «Σαν επιθεώρηση» και ελαφρώς τροποποιημένοι  έφτασαν να ταξιδεύουν μαζί με το δίσκο. Σε δύο τραγούδια στίχους έγραψαν η Αναστασία Περδίκη και η Λίζα Πετρίδου.

Υπάρχει επίσης, όπως και στον προηγούμενο δίσκο, ένα video που περιέχει σκηνές από την ηχογράφηση και απόσπασμα από συναυλία, τον Σεπτέμβρη του 2010 (απ' όπου και η φωτογραφία) , με ένα όμορφο χορευτικό – tango – επί σκηνής. 


Για όποιον λοιπόν γνωρίζει τη μουσική του Νίκου Γεωργάκη, ο δίσκος είναι… κλασικός Νίκος Γεωργάκης! Η καλή και αξιόλογη μουσικά παρέα,  ο τρόπος δουλειάς που μας έδωσε στο παρελθόν πολύ όμορφα τραγούδια, το χαρακτηριστικό του στυλ τραγουδοποιίας γενικά, ο πολύ προσωπικός τρόπος που τραγουδάει και προφέρει τις λέξεις, ο ταιριαστός μερισμός των φράσεων στα όργανα που χρησιμοποιεί. 

Για όποιον δε γνωρίζει τη μουσική του, το "Να γίνω η θάλασσα"  κινείται με πολύ αξιοπρέπεια στο χώρο του όμορφου τραγουδιού, με μελωδίες που είναι το δυνατό χαρτί του τραγουδοποιού και ενορχηστρώσεις που τις αναδεικνύουν και τις κάνουν πολύ εύληπτες – με την καλή έννοια φυσικά!

Είναι από τους δίσκους τα τραγούδια του οποίου, αν και είναι κυκλοφορία του 2011,  ήδη γνωρίζω πολύ καλά καθώς έχω ακροαστεί το δίσκο εξαιρετικά πολλές φορές. Δε θα αναφέρω τα τραγούδια ξεχωριστά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, γιατί τα τραγούδια είναι ξεχωριστά, σε μεγάλο βαθμό.

Είναι πραγματικά ευχάριστο οι δίσκοι που περιμένεις, από ανθρώπους που παρακολουθείς χρόνια  να σου αφήνουν, και πάλι, αυτό το συναίσθημα της ευχαρίστησης και ενός απαλού εσωτερικού αγγίγματος…

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Μιχάλης Λουκοβίκας & Amélia Muge – Periplus (Luso-Hellenic wanderings)


Ο Μιχάλης Λουκοβίκας υπήρξε ένας από τους πολύ καλούς και αγαπητούς ραδιοφωνικούς παραγωγούς στη Θεσσαλονίκη, εστιάζοντας στο χώρο της αποκαλούμενης ethnic. Στη συνέχεια, με πολλαπλή ευχαρίστηση, καλωσορίσαμε την πρώτη του προσωπική μουσική εργασία σε δίσκο. Πολλαπλή γιατί «Το χρυσάφι του ουρανού» ήταν μια δουλειά υψηλού επιπέδου από πλευράς συνθέσεων, από πλευράς εκτελεστών και ερμηνειών αλλά και αποτέλεσε τη δεύτερη μόλις μελοποίηση ενός ιδιαίτερου ποιητή, του Άρη Αλεξάνδρου, εκφραστή της αριστερής ιδεολογίας αλλά με με κριτική ματιά - και πένα. 

 

«Η Amélia Muge γεννιέται στη Μοζαμβίκη, όπου αρχίζει να τραγουδά και να συνθέτει ενώ μελετά πιάνο, κιθάρα και διδασκαλία τής μουσικής. Πτυχιούχος τής Σχολής Ιστορίας τού Πανεπιστημίου Eduardo Mondlane τού Maputo, σπουδάζει στα μεταπτυχιακά Εκπαίδευση για την Ανάπτυξη, καθώς επίσης Επικοινωνία και Διδασκαλία. Παραδίδει μαθήματα στο πανεπιστήμιο και αναλαμβάνει κοινωνικο-πολιτιστικές πρωτοβουλίες και προγράμματα κατάρτισης για την ανάπτυξη – δραστηριότητες που θα επαναλάβει αργότερα στην Πορτογαλία. Γράφει παιδικά βιβλία φιλοτεχνώντας και τις ζωγραφιές, και συνεργάζεται σε άλλα βιβλία περί Τέχνης και εκπαίδευσης. Εγκαθίσταται στην Πορτογαλία και σπουδάζει μουσική για ταινίες κινουμένων σχεδίων, design, σχέδιο και οπτικοακουστικές τέχνες. Συμμετέχει σε παραστάσεις όπου η μουσική συνδυάζεται με τα εικαστικά, το θέατρο, τον χορό και τα πολυμέσα, ως εικαστικός, συγγραφέας, τραγουδοποιός και ερμηνεύτρια. Η συνεργασία της με τον Júlio Pereira (εμφανίζεται το 1983 στον δίσκο του Braguesa) κεντρίζει το ενδιαφέρον της για τη δημοτική παράδοση και τη “βιόλα” (κιθάρα) braguesa που γίνεται ένα από τα μουσικά της όργανα. Το 1992 κυκλοφορεί το πρώτο της προσωπικό album, “Múgica”, ενώ διευρύνει τις συνεργασίες της με άλλους καλλιτέχνες, όπως οι José Mário Branco και Fausto (Πορτογαλία)· Amancio Prada, Camerata Meiga και Ester Formosa (Ισπανία)· Elena Ledda, Lucilla Galeazzi και Ricardo Tesi (Ιταλία)· και Pirin Folk Ensemble (Βουλγαρία). Γράφει τραγούδια και για άλλους ερμηνευτές (Mísia, Cristina Branco, Ana Moura, Camané, Mafalda Arnauth, Pedro Moutinho, Gaiteiros de Lisboa, Ana Laíns, κλπ.), ενώ εργάζεται επίσης στην παραγωγή και καλλιτεχνική διεύθυνση δίσκων άλλων καλλιτεχνών. Το 1994 κυκλοφορεί ο δίσκος της “Todos os Dias”, για τον οποίο προτείνεται για τα Βραβεία Blitz ως καλύτερη τραγουδίστρια. Μαζί με τους José Mário Branco και João Afonso το 1995, παρουσιάζει το “Maio Maduro Maio”, που είναι αφιερωμένο στο έργο τού José Afonso και που τιμάται με το Βραβείο Zeca Afonso. Το 1998 τής απονέμεται ξανά το Βραβείο Zeca Afonso για την καινούργια της δουλειά, “Taco a Taco». Mια επιλογή από το πλούσιο βιογραφικό της Amélia Muge.



Η γνωριμία του Μιχάλη Λουκοβίκα και της Amélia Muge έγινε διαδικτυακά. Η Amélia βρήκε το δίσκο στο myspace, ήρθε σε επαφή με την ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου και γνώρισε τις ραδιοφωνικές εκπομπές του Λουκοβίκα. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν μια δίγλωσση κυκλοφορία του δίσκου στην Πορτογαλία με ολόκληρα τα ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου – αποσπάσματα των οποίων είχε χρησιμοποιήσει ο Λουκοβίκας.
 

Η συνεργασία τους δεν σταμάτησε εκεί. Νέος καρπός της κοινής τους αντίληψης για την παγκοσμιότητα της μουσικής αποτελεί ο δίσκος «Περίπλους». Πρόκειται για μια σύμπραξη πολύ γνωστών ελλήνων και πορτογάλων μουσικών οι οποίοι λειτουργούν με τη λογική της εξερεύνησης του έτερου μουσικού πεδίου, όπως ακριβώς έκαναν σε πρωτογενές επίπεδο ο Μιχάλης Λουκοβίκας και η Amélia Muge

 

Ο Περίπλους σύμφωνα με τους ίδιους «μάς παραπέμπει στην αρχαιότητα, στα ταξίδια διά θαλάσσης πέριξ της Μεσογείου και πέραν αυτής, στον Ατλαντικό και τον Ινδικό ωκεανό. Επιλέξαμε αυτόν τον όρο για να προσδιορίσουμε το δικό μας ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο πέριξ της μεσογειακής κουλτούρας και όλων των υπολοίπων που άνθησαν ερχόμενες σε επαφή με αυτό το λίκνο τού πολιτισμού. Στόχος μας είναι το πάντρεμα της μουσικής με την ποίηση, ιδίως όπως αυτές οι τέχνες καλλιεργήθηκαν στις χώρες μας, την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Γι’ αυτό και το πλήρωμα του Περίπλου απαρτίζεται κυρίως από Πορτογάλους και Έλληνες, αν και είμαστε ό,τι άλλο παρά κάποια κλειστή λέσχη: ειδικότητά μας είναι να φτιάχνουμε γέφυρες, ν’ ανοίγουμε παράθυρα, δουλεύοντας από κοινού μέσω του διαδικτύου. Επιδίωξή μας είναι η δημιουργία νέας μουσικής και ποίησης, εμπνεόμενοι από τις μεγάλες τέχνες τού παρελθόντος, την πλούσια κοινή μας κληρονομιά, όχι μόνον τη λόγια μα και τη λαϊκή.  Έτσι, εκτός από τα δικά μας τραγούδια, φτάσαμε ανατρέχοντας ως την αρχαία ελληνική μουσική και ποίηση, προσαρμόζοντας σύμφωνα με τις δικές μας ευαισθησίες συνθέσεις όπως ο Πρῶτος δελφικὸς ὕμνος, αφιερωμένος στον Απόλλωνα, έργο πιθανόν του Αθηναίου (περί το 138-128 π.Χ.), ο Ἐπιτάφιος του Σεικίλου (κάπου μεταξύ 2ου αιώνα π.Χ. και 1ου αιώνα μ.Χ.), και ο Ὕμνος εἰς Νέμεσιν του Μεσομήδους τοὺ Κρητός (αρχές 2ου αιώνα μ.Χ.). Στο ίδιο πνεύμα, επεξεργαστήκαμε παραδοσιακά θέματα, όπως το πορτογαλικό Τραγούδι τού ποτίσματος, ο Κρητικός συρτός, το επίσης κρητικό Όσο βαρούν τα σίδερα, το ηπειρώτικο Ξενιτεμένο μου πουλί, και το ρεμπέτικο Τα μαγκάκια τής ταβέρνας, που το συνδυάσαμε με το αντίστοιχο αστικό λαϊκό τραγούδι τής Πορτογαλίας, το fado, ενώ από τη morna τού Πράσινου Ακρωτηρίου περάσαμε με τις πεντατονικές κλίμακες στην Αφρική και καταλήξαμε στην Ήπειρο. Εντοπίσαμε επίσης κοινούς τόπους και ομοιότητες σε νανουρίσματα και παιδικά τραγούδια των δυο χωρών, καθώς επίσης και στο ερωτικό τραγούδι Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα, όπως αποδίδεται στην Ελλάδα, τη Γαλικία και την Πορτογαλία με σχεδόν πανομοιότυπους στίχους. Κάποιοι από τους ποιητές που αγαπήσαμε είναι παρόντες εδώ: ο Άρης Αλεξάνδρου με το Παράνομο σημείωμα”, το” Νανούρισμα”, και “Tὰ ἔνδον ῥήματὰ” του· ο Fernando Pessoa με την “Κάλμα” του, και ο Κωνσταντίνος Καβάφης με την “Ιθάκη” του· η Natália Correia με την “Ωδή σε μια αναδυόμενη χώρα”· και η Hélia Correia με την προσαρμογή που έκανε στον “Ἐπιτάφιον του Σείκιλου, αποδίδοντάς τον στην αρχική του μορφή στ’ αρχαία ελληνικά. Εκτός από την Hélia Correia, έχουμε και άλλους ειδικούς προσκεκλημένους: την Ελένη Τσαλιγοπούλου, καθώς και τη χορωδία Outra Voz (Άλλη Φωνή), που απαρτίζεται από κατοίκους τού Guimarães και δημιουργήθηκε όταν η πόλη τους ορίστηκε ως Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα για το 2012».

 Ο δίσκος αποτελείται από δέκα μουσικές ενότητες και εικοσιτέσσερα κομμάτια. Στην πρώτη θεματική ενότητα με κεντρικό άξονα την Απουσία,  μια σύνθεση της Amélia Muge  δίνει τη θέση της σε μια εμπνευσμένη διασκευή της στο γνωστό «Όσο βαρούν τα σίδερα» με εναλλαγή πορτογαλικών – ελληνικών – πορτογαλικών και σε αντίστοιχη μουσική διαδοχή. Το ελληνικό μέρος παρουσιάζει μια μορφή του κομματιού πιο κοντά στην αυθεντική ενώ η λυρική διασκευή στα πορτογαλικά είναι ο τρόπος που «άκουσε» η Amélia Muge το κομμάτι όταν της το έστειλε μέσω διαδικτύου ο Λουκοβίκας και του το επέστρεψε με την δική της εκδοχή.

Στη δεύτερη θεματική ενότητα με τίτλο Δρόμοι, από τους δρόμους του μεταξιού πηγαίνουμε στις αφρικανικές και ελληνικές πεντατονικές κλίμακες με μια πολύ πετυχημένη ακολουθία και στην ενότητα Τραγούδια καταλήγουμε στο τραγούδι του περίπλου από τον Επιτάφιο του Σείκιλου τραγουδισμένο από την Hélia Correia, λογοτέχνη - η οποία όταν συνάντησε τον Λουκοβίκα πρώτη φορά άρχισε να του τραγουδάει το συγκεκριμένο τραγούδι και θεωρήθηκε ορθό να ακουστεί η ίδια στον δίσκο.


Στην ενότητα Νησιά ο Άρης Αλεξάνδρου συναντά τον Φερνάντο Πεσσόα και τον Κωνσταντίνο Καβάφη και στις Φωνές γίνεται μια έντεχνη μίξη αρχαίων ελληνικών μουσικών, παραδοσιακών ελληνικών και πορτογαλικών καθώς και σύγχρονων, της Amélia Muge.

Τα Νανουρίσματα ακολουθούνται από τις Αγάπες και την απόδοση κοινών στίχων, κτήμα της Μεσογείου και όχι μόνο, με διαφορετική μουσική: το γνωστό στην Ελλάδα «Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα».

Στην ενότητα Εκ βαθέων η Amélia Muge τραγουδάει ένα πολύ ενδιαφέρον, ιδιότυπο μοιρολόι και στη συνέχεια μαζί με τον Μιχάλη Λουκοβίκα απαγγέλουν σε αντίστοιχο ύφος, Άρη Αλεξάνδρου.

Χαρακτηριστικό σημείο του δίσκου είναι η ενότητα Fado και ρεμπέτικο που αποτελείται από τρία μέρη με ιδιαίτερα ενδιαφέρον το δεύτερο στο οποίο ένας αυτοσχεδιασμός στο fado μπλέκεται με έξοχο τρόπο με ρεμπέτικο αυτοσχεδιασμό, ένα ταξίμι δηλαδή, δομώντας έτσι μια υπε΄ροχη γέφυρα για το πέρασμα στα «Μαγκάκια της ταβέρνας».

Η τελευταία ενότητα έχει τίτλο Τόσο μακριά, τόσο κοντά . Η απουσία, η αφετηρία του δίσκου, επανέρχεται για να κλείσει τον κύκλο. Η απουσία, κοινό σημείο έκφρασης για κάθε λαό και σε κάθε μορφή τέχνης - και ιδιαίτερα στη μουσική – δείχνει και την ίδια, πανανθρώπινη θλίψη για την έλλειψη, την απόσταση, το μισεμό, το χαμό.


Θεωρώντας δεδομένη την αξία της οποιασδήποτε διεθνούς ή υπερεθνικής συνεργασίας στα πλαίσια της προώθησης ενός παγκόσμιου πολιτισμού θα σταθώ στο μουσικό μέρος της μουσικής αυτής συνεύρεσης. Ένα από τα χαρακτηριστικά της πορτογαλικής γλώσσας είναι η έντονη εκφραστικότητα και μουσικότητα που εμπεριέχει· ο συνδυασμός της με μια γλώσσα σαν την ελληνική, με τις αναρίθμητες μουσικές δυνατότητες που φανερώνει στο λόγο, έχει έντονα ευήκοο αποτέλεσμα. Επιπλέον όμως, δύο άνθρωποι με ταλέντο ενδιαφέρονται όχι να παρουσιάσει ο καθένας παράλληλα με τον άλλον την μουσική παράδοση του τόπου του ή τις δικές του νέες συνθέσεις αλλά να συνυπάρξουν, να μπει η μια παράδοση στην άλλη και η έκφραση του ενός στη δημιουργία του άλλου. Αυτή η εξερεύνηση, το ενδιαφέρον να γνωρίσεις, να υιοθετήσεις και να απορρίψεις, είναι η βασική πηγή δημιουργίας αλλά και γνωριμίας των λαών μέσω των μουσικών από τότε που υπάρχει μουσική. Όταν σε αυτές τις βάσεις υπάρχει επίσης ταλέντο και μουσικοί με αντίστοιχο όραμα και ικανότητες τότε προκύπτει μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία, όπως αυτή.

Πρέπει να τονίσω τις ερμηνευτικές -και συνθετικές- ικανότητες της  Amélia Muge. Εντύπωση προκαλεί και πάλι, όπως και στο «Χρυσάφι του ουρανού», η ερμηνεία της Ελένης Τσαλιγοπούλου η οποία όταν άδει τραγούδια τέτοιου ύφους και ενορχήστρωσης πραγματικά τους προσφέρει μια καλλιτεχνική ώθηση. 


Οι μουσικοί, που έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στο αποτέλεσμα: 

Μάνος Αχαλινωτόπουλος: κλαρίνο, φωνή, φωνητικά.
 
Κυριάκος Γκουβέντας: βιολί, βιόλα, μαντολίνο.
Χάρης Λαμπράκης: νέυ, φλογέρα με ράμφος.
José Martins: κρουστά, kalimba, συνθεσάιζερ, νυχτερινοί ήχοι, παλαμάκια.

Ricardo Parreira: πορτογαλική κιθάρα (τού fado).

António Quintino: κοντραμπάσο.

Filipe Raposo: πιάνο, πλήκτρα, ακορντεόν.

José Salgueiro: κρουστά, παλαμάκια.

ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ

Mariana Abrunheiro: φωνητικά.
Catarina Anacleto: τσέλο, φωνητικά.
José Barros: μαντολίνο, cavaquinho, βιόλα (κιθάρα) braguesa, φωνητικά.
Cristina Benedita: φωνητικά.
José Manuel David: kalimba, φωνή, κόρνο, γκάιντα, φωνητικά,ισοκράτημα.
Margarida Guerreiro: αναθέματα.
Κώστας Θεοδώρου: κοντραμπάσο, κρουστά.
André Maia: ρυθμική απαγγελία.
Ειρήνη Μπακαλοπούλου: άρπα.
Teresa Muge: φωνή & αναθέματα.
Δημήτρης Μυστακίδης: μπουζούκι, τζουρά, κιθάρα τού ρεμπέτικου.
Pedro Pinhal: βιόλα (κιθάρα συνοδείας) τού fado.
Ziad Rajab: ούτι.
Eduardo Salgueiro: παλαμάκια.
Ζωή Τηγανούρια: ακορντεόν.
Francisco & Sofia Van Epps: παιδικά τραγούδια & γέλια.
Rui Vaz: ρυθμική απαγγελία, φωνητικά.