Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Δημήτρης Μαραμής – Ταγκό Για Τρεις



Ήταν τέτοια περίοδος, αν θυμάμαι καλά, Χριστούγεννα του 2004, όταν πρώτη φορά άκουσα το όνομα του Δημήτρη Μαραμή. Είχε κυκλοφορήσει η πρώτη του δουλειά, τα «Σονέτα του σκοτεινού έρωτα», σε ποίηση Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και απόδοση Σωτήρη Τριβιζά. Ο Μίνως θεοχάρης τραγουδούσε σε αυτό το πολύ καλαίσθητο βιβλίο-cd που, για να είμαι ειλικρινής, έσπευσα να ακούσω κυρίως λόγω εκτίμησης στις καλλιτεχνικές επιλογές της εταιρείας, της «Μικρής Άρκτου». Η μελοποιημένη ποίηση πολύ συχνά νοσεί στα χέρια νέων και πρωτοεμφανιζόμενων «συνθετών» που έχοντας τη βεβαιότητα της καλλιτεχνικής αξίας ενός ποιήματος ή ενός ποιητή θεωρούν πως έχουν διανύσει το μισό δρόμο προς την επιτυχία. Κάπως έτσι ήμουν, το λιγότερο συγκρατημένος,  πριν την ακρόαση του δίσκου. Στα πρώτα λεπτά ακρόασης αναγνώρισα έναν πολύ ταλαντούχο νέο συνθέτη με σεβασμό στο επάγγελμά του, με αγάπη στην ποίηση και γενικότερη καλλιτεχνική ευαισθησία που τον χαρακτηρίζει σε όλες του τις επιλογές από τότε και μέχρι σήμερα.


Η πιο πρόσφατη δουλειά του έχει τίτλο «Ταγκό για τρείς». Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Μελάνι» και πρόκειται για ένα βιβλίο-cd  με πέντε τραγούδια και ένα ορχηστρικό θέμα. Ο ποιητικός λόγος ανήκει στη Μαρία Πολυδούρη, τον Κώστα Καρυωτάκη και τον Μιχάλη Γκανά. Η ερμηνεία είναι της Κορίνας Λεγάκη, μια συνεργασία που κρατάει αρκετό χρόνο, έχει δώσει πολλές συναυλίες αλλά, ως τώρα, λίγα τραγούδια. 

Ο δίσκος ξεκινά με ένα εξαιρετικό κομμάτι σε στίχους του στιχουργού-ποιητή (από τις περιπτώσεις που οι έννοιες μπλέκονται) Μιχάλη Γκανά, το «Μη μου μιλάς». Το είχα ακούσει πρώτα μόνο με πιάνο-φωνή, σε συναυλία. Με τράβηξε αμέσως. Στη μορφή του δίσκου με ενορχήστρωση είναι από τα καλύτερα κομμάτια που άκουσα φέτος – τουλάχιστον – και από τα καλύτερα το Μαραμή (και είναι πολλά). Ρυθμικό, με ένταση που κορυφώνεται στο τέλος του κομματιού είναι από τα τραγούδια που δεν βγάζεις από το cd pplayer (ή το mp3 player, ή τον υπολογιστή τέλος πάντων).

Το «Non, ne regardez pas me larmes είναι το γνωστό «Ω, μη με βλέπετε που κλαίω» της Πολυδούρη το οποίο είχε τραγουδήσει -στα ελληνικά- στο δίσκο της «Χορός με τη βροχή». Εδώ, εκτός από τη γλώσσα, πρέπει να αναφερθεί η μουσική συνεισφορά μελών από τους Outward Bound (Δημήτρης Νεονάκης, Μανώλης Τσικανδηλάκης), που έδωσαν μια όμορφη και διαφορετική μουσική εικόνα του τραγουδιού. Σ’ αυτό συμβάλλει, εκτός από την ερμηνεία προφανώς, και η πολύ καλή προφορά των γαλλικών από την Κορίνα Λεγάκη.

             (Το "ταγκό για τρεις" μόνο με πιάνο φωνή, όπως ΔΕΝ βρίσκεται στο δίσκο και με πολύ όμορφο βίντεο) 
 
Το «Ταγκό για τρεις» είναι ακόμα ένα υπέροχο τραγούδι του Μαραμή. Αρχίζει με έγχορδα που παίζουν πιτσικάτο, σαν εισαγωγή πριν την παρουσία του μπαντονεόν (Ηρακλής Βαβάτσικάς). Τα έγχορδα κρατούν πολύ ενδιαφέρον το μουσικό υπόβαθρο όταν υπάρχει φωνή και παίρνουν το δικό τους δυναμικό ρόλο όταν απουσιάζει προσφέροντας, μαζί με τα κρουστά και το μπαντονεόν, μια υποδειγματική ενορχήστρωση σε ένα, απλά, καταπληκτικό ταγκό το οποίο υπάρχει και σε ορχηστρική μορφή, όπως του αξίζει, σε ένα επίσης ενδιαφέρον μοίρασμα της μελωδίας σε μπαντονεόν και έγχορδα.

Οι κιθάρες του Δημήτρη Νεονάκη και η ποίηση του Καρυωτάκη δένουν ιδιαίτερα αρμονικά με τη μουσική του Δημήτρη Μαραμή στο «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα). Προκύπτει μια φρέσκια πρόταση μελοποίησης και απόδοσης του γνωστού ποιήματος με ήχους ηλεκτρικούς αλλά πολύ ταιριαστούς.

Η ορχηστρική μορφή του «Ταγκό για τρεις» κλείνει την ομάδα των πέντε κομματιών. Το τελευταίο κομμάτι του δίσκου είναι σαφώς διαφορετικό και μουσικά αλλά και στιχουργικά. «Εργατικό ατύχημα» σε στίχους του Μιχάλη Γκανά και μινιμαλιστική ενορχήστρωση του Δημήτρη Μαραμή μόνο με πιάνο. Θαυμάσιοι οι στίχοι του Γκανά, με λίγες λέξεις καταφέρνει να μεταφέρει εικόνες και συγκινήσεις, δημιουργώντας τη σκηνή χωρίς λεκτικές ακρότητες, με την έννοια των γλαφυρών περιγραφών, όπως θα μπορούσε να κάνει για κάτι το έτσι κι αλλιώς θλιβερό και στενάχωρο. Αργό, σαν πένθιμο εμβατήριο, το κομμάτι και χωρίς πολλές νότες, κυρίως συγχορδίες που πέφτουν αυστηρά πάνω στο ρυθμό τονίζοντας το στίχο και κορυφώνοντας τη λύπη.


Το «Ταγκό για τρεις» δεν είναι κύκλος τραγουδιών, λέει ο Μαραμής στο εισαγωγικό σημείωμα αλλά μάλλον τραγούδια που ξεπήδησαν παρορμητικά. Η Κορίνα Λεγάκη ταιριαστή ερμηνεύτρια των τραγουδιών του Μαραμή, είναι από τις θετικές του πλευρές η συνεργασία του πάντα με καλούς τραγουδιστές. Η Λεγάκη, δεν ξέρω πόσο καθοδηγήθηκε ή ακόμα καθοδηγείται από τον Μαραμή αλλά τραγουδάει όπως ακριβώς πρέπει, με τις σωστές εντάσεις και υφέσεις εκεί που χρειάζεται, με εκφραστικότητα, διαθέτοντας και μια φωνή που τη βοηθάει στη σωστή ερμηνεία.

Πιστός στην ποιότητα λόγου και μουσικής ο Μαραμής συνεχίζει να μας δίνει δουλειές που πλέον δεν μας εκπλήσσει η αρτιότητά τους.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Harris Lambrakis Quartet – Metéora



Μια πολύ πρόσφατη κυκλοφορία με πολύ ενδιαφέρον είναι η νέα δουλειά από το κουαρτέτο του Χάρη Λαμπράκη. Το κουαρτέτο σχηματίστηκε το 2006 και αυτή είναι η δεύτερη κυκλοφορία  τους μετά το αριστουργηματικό «Θέα», ένα ευχάριστο ξάφνιασμα και ένας δυνατός συνδυασμός ανατολικού και δυτικού ήχου. 

 

ΟΙ τέσσερεις μουσικοί έχουν ήδη πολύ μεγάλη θητεία στο χώρο: ο νεότερος της παρέας είναι ο Δημήτρης Τσεκούρας, νεότερος και ηλικιακά αλλά και ως μέλος αφού στον πρώτο δίσκο κοντραμπάσο έπαιζε ο Λύδιος Δάμης. Από τα άλλα τρία σταθερά μέλη, ο Νίκος Σιδηροκαστρίτης είναι ένας από τους πιο γνωστούς έλληνες ντράμερ με δισκογραφική παρουσία ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 σε αμέτρητες ηχογραφήσεις, ο πιανίστας Δημήτρης Θεοχάρης έχει ένα σαφώς πολύ πλούσιο βιογραφικό και βέβαια ο Χάρης Λαμπράκης στο νέϋ. Αν αρχίσουμε να συζητάμε για τις συμμετοχές του Λαμπράκη και τα συγκροτήματα που έπαιξε θέλουμε πολλές ώρες. Δεν πρέπει όμως να παραλείψω να αναφέρω τους «Primavera En Salonico», τους «Περιστασιακό όνειρο» και το εύστοχο λογοπαίγνιο «Συγκρότημα Λαμπράκη» για τη συμμετοχή στο δίσκο  του Μιχάλη Σιγανίδη «Basse Classe».

Το «Metéora» όπως ίσως περιγράφει και ο τίτλος του, κινείται σε ένα πιο εσωτερικό κλίμα. Υπάρχουν σαφώς και οι έντονες στιγμές, όπως για παράδειγμα στο καταπληκτικό «Iéra», αλλά αυτό είναι περισσότερο χαρακτηριστικό του πρώτου δίσκου.  Εδώ κυριαρχεί η εναλλαγή υφέσεων και εξάρσεων, όπως ακριβώς γίνεται στο «Gentle Rain» ή στο «For Michalis», ένα εντεκάλεπτο κομμάτι, από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου. Βλέποντας στα special thanks τον Μιχάλη Σιγανίδη φαντάστηκα πως ίσως αυτός είναι ο «MIchalis», σκεπτόμενος και το «Σαν Μιχάλης» του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Το συγκεκριμένο όμως κομμάτι είναι του Νίκου Σιδηροκαστρίτη και αναφέρεται στον Μιχάλη Βερναρδάκη, έναν χαρισματικό μουσικό –κιθαρίστα- που έφυγε πολύ νωρίς και στον μοναδικό προσωπικό του δίσκο «Οία» παίζει ντραμς ο Σιδηροκαστρίτης.


Όπως και στον πρώτο δίσκο μεγάλη εντύπωση κάνει ο συνδυασμός δυο οργάνων που ανήκουν σε διαφορετικές σχολές, το πιάνο στη δυτική παράδοση και το μη συγκερασμένο νέϋ στην ανατολική. Ο Λαμπράκης είναι ένας δεξιοτέχνης του οργάνου τον οποίο όμως έχω δει σε πολλές συναυλίες και γνωρίζω το επίπεδό του. Η έκπληξη ήταν, συνεπώς, όταν πρωτοάκουσα τον Δημήτρη Θεοχάρη. Πρόκειται για έναν μουσικό με εξαιρετική τεχνική και φαντασία ο οποίος ανεβάζει την ποιότητα του κουαρτέτου, άρα και του δίσκου, ακόμα ψηλότερα. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που συνοδεύει τα μέρη του νέϋ αλλά και τα μέρη – σαφώς λιγότερα – των άλλων οργάνων.

Απολαυστικά παιξίματα και συχνά αίσθημα ηρεμίας και ισορροπίας στο «Metéora». Το «Myrto», στο οποίο μια ενδοσκοπική εισαγωγή με solo νέϋ δίνει τη θέση της σε ένα θαυμάσιο κομμάτι, αποτελεί, θα μπορούσαμε να πούμε, μια μικρογραφία του δίσκου: η διάθεση για πνευματική ηρεμία, οι σποραδικές εντάσεις, η γλυκύτητα, η μελωδία, το άτομο μόνο του και το άτομο μαζί με άλλους, μια εσωτερική διαδρομή.


Δίσκος που αποδεικνύει πως οι γνωστοί μουσικοί στο χώρο έγιναν γνωστοί για συγκεκριμένους και προφανείς λόγους, για τη δυνατότητα που έχουν να παράγουν όμορφα μουσικά αποτελέσματα. Αποδεικνύει για μια ακόμα φορά επίσης πως δεν υπάρχουν φραγμοί και μουσικά όρια στα όργανα και στους συνδυασμούς, αντίθετα προκύπτουν αποτελέσματα εντυπωσιακά -αρκεί να αναλογιστεί κανείς τα ηχητικά (και πολιτιστικά) παντρέματα του Mc Laughlin στην Mahavishnu Orchestra, τη συνεργασία Shankar και Coltrane και πολλά άλλα. Το βασικό βέβαια χαρακτηριστικό του δίσκου, όπως και κάθε καλού δίσκου, είναι η διάθεση για πολλές ακροάσεις, και τα όμορφα συναισθήματα που βιώνεις. Αναμφισβήτητα από τις πιο ωραίες δουλειές που κυκλοφόρησαν φέτος και αναμφισβήτα από τις καλύτερες συνεργασίες μουσικών στο είδος τους.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Μίμης Πλέσσας – Greece Goes Modern



Πιθανόν ο πιο σπάνιος δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας. Αλλά για να είμαστε πιο προσεκτικοί ας τον περιγράψουμε, αρχικά, ως έναν από τους πιο σπάνιους δίσκους, άφαντο από τις περισσότερες συλλεκτικές δισκοθήκες. Δυστυχώς η έννοια της σπανιότητας ενός δίσκου σχετίζεται περισσότερο με την τιμή του και όχι απαραίτητα με το περιεχόμενο. Υπάρχουν δηλαδή δίσκοι –και από δω και πέρα με τη λέξη «δίσκοι» θα αναφερόμαστε σε βινύλια μόνο–  των οποίων η τιμή είναι αντιθέτως ανάλογη με την αξία της ηχογράφησης. Αλλά για την συλλεκτική φρενίτιδα θα ασχοληθούμε σε μελλοντική ανάρτηση. Το θέμα είναι ότι ο συγκεκριμένος δίσκος του Μίμη Πλέσσα δεν συγκαταλέγεται στην κατηγορία αυτή και έχει σαφώς μουσικό ενδιαφέρον.


Το «Greece Goes Modern» αποτελεί το πρώτο νούμερο της εταιρείας Pan-Vox, το 1967. Ο Μίμης Πλέσσας είναι ήδη πολύ γνωστός συνθέτης με επιτυχίες τόσο στους προσωπικούς του δίσκους όσο και στη μουσική που γράφει για τον ελληνικό κινηματογράφο. Έχουν κυκλοφορήσει δίσκοι του στο εξωτερικό, στους οποίους ενορχηστρώνει γνωστές ελληνικές μελωδίες, παραδοσιακές ή σύγχρονες, εκείνης της εποχής. Ένα χρόνο πριν, αξίζει να σημειωθεί, έχει κυκλοφορήσει ο δίσκος με την Καίτη Χρυσολωρά «Αγάπη μου», ένας πολύ ωραίος και δυσεύρετος επίσης δίσκος, αλλά και το κλασικό πλέον «Ο Μίμης Πλέσσας παίζει Philicorda» μια χρονιά νωρίτερα.

Ο ίδιος ο Πλέσσας λέει για το “Greece Goes Modern”: 

"Στην εποχή των ηχογραφήσεων ο κάθε καλλιτέχνης είχε και ένα επώνυμο συγκρότημα.
Οι Orbiters, λοιπόν, ήταν οι: Andreas Ortega (φλάουτο και ηλεκτρική κιθάρα)
                                             Igor Raniets (ντραμς και κρουστά)
                                             Τίτος Καλλίρης (ηλεκτρική κιθάρα)
                                             Νίκος Γκίνος (κλαρίνο και φλάουτο)
                                             Μίμης Πλέσσας (φιλικόρντα)
Τα 10 κομμάτια που περιλαμβάνει ο δίσκος ηχογραφήθηκαν από τον Γιάννη Σμυρναίο στο studio Polysound.
Όλα αναφέρονται σε δημοτικά μας τραγούδια που διασκεύασε ειδικά για τις ανάγκες μιας διαφημιστικής ραδιοφωνικής εκπομπής για τη Fix.
Τρεις ακόμα καθοριστικοί παράγοντες για τη δημιουργία του ήταν πρώτον η φιλία μου με τον Κάρολο Φιξ και τη γυναίκα του που μου ζήτησαν κάτι διαφορετικό για τη διαφήμιση τους.
Ο ενθουσιασμός τους όταν πρότεινα το Greece goes modern και η πραγματοποίηση του στις 10 ημίωρες εκπομπές που έγιναν για την τότε ΕΡΤ ήταν το αποτέλεσμα.
Δεύτερον, το εκπληκτικό ζευγάρι των M. Gesar που μου ζήτησαν και φιλοξένησαν στην τότε εταιρεία τους τα 10 ηχογραφήματα.
Και τρίτον, η αδελφική μου φιλία με τον Βασίλη Φωτόπουλο (όσκαρ για το Ζορμπά) που φιλοτέχνησε το μοναδικό εξώφυλλο.»


Ο Τίτος Καλλίρης, συνεργάτης του Μίμη Πλέσσα και σε άλλους jazz δίσκους του και συναυλίες, υπήρξε συνοδοιπόρος  του ήδη από τις αρχές του ’50, μετά την επιστροφή του από την Αμερική. Η συνεργασία μετράει πάνω από 50 χρόνια, με τελευταία ηχογράφηση την γλυκιά συναυλία στο Μύλο, το Νοέμβρη του 2005 η οποία ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε cd. Είχαμε απολαύσει εκεί τη Ζωή Κουρούκλη – άρρωστη θυμάμαι – και όλη την παλιά παρέα: Καλλίρη, Τσεσμελή, Λαβράνο.

Ο Νίκος Γκίνος είναι από τους καλύτερους έλληνες κλαρινετίστες, μέλος σε πολλές ορχήστρες και σταθερός μουσικός στις ηχογραφήσεις των δίσκων του Μάνου Χατζιδάκι ήδη από το 1965.
Στις απαρχές των ηχογραφήσεων jazz στην Ελλάδα, ο δίσκος αποτελείται μόνο από ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς: Πελοποννησιακό, Θρακικό, Θεσσαλικό, Χιώτικο, Ζακυνθινό, Καλαματιανό, Βολιώτικο, Κερκυραϊκό, Ηπειρώτικο, Κρητικό. Προφανώς πρόκειται για θέματα πειραγμένα από τους πολύ καλούς μουσικούς και παρουσιασμένα σε πολύ διαφορετικό ύφος και ρυθμό. Δέκα κομμάτια που χαρακτηρίζονται από έμπνευση, διάθεση για πειραματισμό αλλά και επαγγελματισμό. Βασικός παρανομαστής όμως είναι η χρονική περίοδος που βγήκε ο δίσκος: το 1967, όταν η jazz, δισκογραφικά τουλάχιστον, βρισκόταν σε εμβρυικό στάδιο στην Ελλάδα.

Μνεία πρέπει να γίνει και για την ηχογράφηση. Ο Γιάννης Σμυρναίος είναι ο ίδιος μια ιστορική φυσιογνωμία στο πεδίο των ηχογραφήσεων της εποχής αλλά και αργότερα. Πολύ “ζωντανός” ο ήχος του δίσκου, πέρα από το γεγονός ότι πρόκειται για βινύλιο και υπενθυμίζω ότι οι ηχογραφήσεις γινόταν τότε με όλους τους μουσικούς να παίζουν μαζί και όχι ο καθένας ξεχωριστά όπως συμβαίνει τώρα με τις πολυκάναλες ηχογραφήσεις. Το studio Polysound  είναι ένα στούντιο όπου έχουν ηχογραφηθεί αμέτρητοι, ιστορικοί δίσκοι.

Ο δίσκος μετά την κυκλοφορία του το 1967 δεν ξανατυπώθηκε. Το χειρότερο είναι όμως πως χάθηκαν οι αρχικές μπομπίνες, δεν τις έχει ούτε ο Πλέσσας. Ο δίσκος όμως έπρεπε να βρεθεί και να ακουστεί. Βρέθηκε λοιπόν ένα αντίτυπο του δίσκου σε άριστη κατάσταση το οποίο χρησιμοποιήθηκε σαν μήτρα και με την κατάλληλη επεξεργασία, τις επόμενες εβδομάδες ο δίσκος θα κυκλοφορήσει επιτέλους ξανά, από την b-otherside records.