Κυριακή 28 Απριλίου 2013

The Next Step Quintet



Πριν από κάποια χρόνια αν κάποιος έλεγε ότι παίζει σε jazz σχήμα στην Ελλάδα και ότι το σχήμα έχει μέσο όρο ηλικίας τα 25 χρόνια μάλλον θα προκαλούσε θυμηδία. Για πολλά χρόνια, λόγω των απαιτήσεων της μουσικής αυτής σε κατάρτιση αλλά και σε εμπειρία ώστε να αφομοιώσει κανείς αυτά που έμαθε θεωρητικά και σε συνδυασμό πάντα με την μικρή σχετικά αποδοχή της υπήρχε η θεώρηση και η φανταστική εικόνα πως οι τζαζίστες πρέπει να είναι τουλάχιστον μεσήλικες. Η ευρύτερη αποδοχή της, αρχικά στο κύκλο των μουσικών, και το Τμήμα Μουσικών Σπουδών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο –ως δομή αλλά και ως διδακτικό προσωπικό - ανέτρεψαν και ανατρέπουν το στερεότυπο αυτό.


Πέμπτη 25 Απριλίου η κυκλοφορία του δίσκου και 25 ο μέσος όρος ηλικίας του συγκροτήματος. Αριθμός που δεν μπορεί παρά να μας παραπέμψει στους Baby Trio, το συγκρότημα με ένα μόνο σταθερό μέλος, τον ιδρυτή του, Γιώργο Κοντραφούρη, καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο εκτός από σπουδαίο πιανίστα. Το ταλέντο και η τεχνική του Κοντραφούρη προσφέρουν πολύτιμη εμπειρία σε δυο νέους μουσικούς που παίζουν μαζί του μέχρι να γίνουν 25 ετών οπότε αντικαθίστανται.

Τέσσερα από τα πέντε μέλη του συγκροτήματος μετά την κοινή τους φοίτηση στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου (jazz τμήμα) αποφάσισαν να κάνουν «το επόμενο βήμα», τη δημιουργία δηλαδή ενός συγκροτήματος για να παρουσιάσουν τις δικές τους συνθέσεις και να εκφραστούν μέσω των αυτοσχεδιασμών τους. Ο Θοδωρής Κότσυφας στην κιθάρα, ο Γιάννης Παπαδόπουλος στο πιάνο, ο Ντίνος Μάνος στο μπάσο και ο Βασίλης Ποδαράς στα ντραμς συναντήθηκαν σε ένα jam session με τον Ορφέα Τσουκαλά και το συγκρότημα απέκτησε και σαξόφωνο. Ο Βασίλης Ποδαράς, υπήρξε μέλος των Baby Trio για δυο περιόδους και… συνταξιοδοτήθηκε πολύ πρόσφατα.


Είναι προφανές πως όσο αυξάνονται τα όργανα ενός συγκροτήματος αυξάνεται τόσο η δυνατότητα ελιγμών και εκφράσεων όσο και ο ηχητικός πλουραλισμός. Το  Κουιντέτο μας δίνει εννέα χορταστικά κομμάτια τόσο σε μουσική όσο και σε χρόνο (υπερβαίνει την μια ώρα ο δίσκος) και μας κάνει να χαμογελούμε με αισιοδοξία για το μέλλον της ελληνικής jazz -που βρίσκεται στην καλύτερη φάση της – και γενικότερα για το μουσικό επίπεδο στη Ελλάδα το οποίο μάλλον κάνει “giant steps” και όχι απλά “next step”.

Ο δίσκος αναδίδει σίγουρα φρεσκάδα και ένα αρκετά υψηλό επίπεδο έκφρασης και τεχνικής, χωρίς να βάζουμε απαραίτητα το φίλτρο της ηλικίας για να κρίνουμε με συμπάθεια και κατανόηση. Τα κομμάτια έχουν χαρακτήρα και ενδιαφέρον και με άνεση ξεχωρίζει κανείς, πιστεύω, τις πολλές καλές στιγμές του δίσκου, όπως  βέβαια το “Cosmos”, ένα όμορφο, δυναμικό κομμάτι, το “Urchin” και το ιδιαίτερο “Esbjorn” , ένα φόρος τιμής στον πρόωρα χαμένο Esbjorn Svensson, έναν από τους καλύτερους Ευρωπαίους πιανίστες (Σουηδός).
Αν το cd δεν είχε τίτλο το όνομα του συγκροτήματος (το πρώτο τους γαρ) θα μπορούσε να ονομάζεται «Μεγάλες προσδοκίες» ή κάτι αντίστοιχο. Μεγάλες προσδοκίες όχι φυσικά με την έννοια της αποτυχημένης προσπάθειας που πολλά ήθελε και λίγα κατόρθωσε, αλλά αντίθετα με την αίσθηση της ευχάριστης αναμονής για κάθε τι καινούργιο, είτε συλλογικό ως συγκρότημα, είτε ατομικά ως μουσικοί.

Το σχέδιο του cd είναι, τέλος, πολύ ωραίο ενώ θα πρέπει να παρατηρήσω και  ότι η puzzlemusik έδωσε στο cd τον αριθμό καταλόγου που του ταιριάζει: 025.

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Πρίαμος Μωράκης Quintet (feat. Πηνελόπη Τζανετάκη) – The Athenian Project



Ας ξεκινήσουμε καλύτερα με τις συστάσεις: Πρίαμος Μωράκης. Και αν θα έλεγε «χάρηκα», εμείς χαρήκαμε περισσότερο. Η δουλειά που μας παρουσίασε πρόσφατα είναι εξαιρετική από την αρχή ως το τέλος. Δεν ακολούθησε τον γενικό κανόνα που λέει πως οι απόγονοι των γνωστών συνθετών δεν έχουν ιδιαίτερο ταλέντο. Υιός του Τάκη Μωράκη – για τον οποίο μάλλον δεν χρειάζονται συστάσεις - και κιθαρίστας στο χώρο της jazz, παρουσιάζει έναν δίσκο που έχει κεντρικό άξονα τραγούδια του πατέρα του αλλά και μερικά ακόμα που θα αναφέρω παρακάτω.


Ο δίσκος ανοίγει με το “Boy On A Dolphin”, παγκοσμίως γνωστό ως τραγούδι της ομότιτλης ταινίας του 1957 σε σκηνοθεσία του Jean Negulesco με την Sophia Loren αλλά και το Αλέξη Μινωτή. Τραγουδούσαν η ίδια η Sophia Loren και ο Τώνης Μαρούδας. Ακούγεται η εκδοχή με τους αγγλικούς στίχους και όχι με τους ελληνικούς του Γιάννη Φερμάνογλου, η οποία ακούγεται στο τέλος του δίσκου. Η όμορφη γυναικεία φωνή ανήκει στην Πηνελόπη Τζανετάκη (Voyage Jazz Group), μουσικολόγο από το Ιόνιο πανεπιστήμιο κατά δεύτερο λόγο, ωραία χρoιά και πεντακάθαρη άρθρωση πρωτίστως. Είχα ακούσει παλαιότερες ηχογραφήσεις με τη φωνή της μέσω κοινού φίλου και είχα εκτιμήσει τις δυνατότητές της. Στο δίσκο, λόγω των κομματιών, δεν φαίνεται η μεγάλη δυναμική της καθώς τα περισσότερα είναι ελαφρά. Και πάλι όμως, η ερμηνεία της προσφέρει λάμψη στα κομμάτια.

Το «Θα Σ’ Αγαπώ» είναι ένα 50’s κομμάτι του Τάκη Μωράκη στο οποίο , όπως και σε πολλά άλλα τραγούδια συμμετέχει το κουαρτέτο εγχόρδων Cresendo και δίνεται έτσι ένα ύφος ενορχήστρωσης που παραπέμπει στις δεκαετίες εκείνες και είναι πολύ καλό, με άλλα λόγια “CEst Si Bon”. Αυτό ακριβώς είναι και το επόμενο πασίγνωστο τραγούδι, του Henri Betti, αλλά ακούγεται με τους ελληνικούς στίχους που έβαλε ο Τζίμης Μακούλης· και αυτό τραγούδι της ίδιας δεκαετίας.


Αλλάζοντας… δεκαετία ακούμε το «Δεν Είμαι Τίποτα», επιτυχία του 1960 με τη Νάντια Κωνσταντοπούλου (μητέρα του Πρίαμου Μωράκη). Ακολουθεί ένα ακόμα πασίγνωστο τραγούδι του Τάκη Μωράκη, το «Χαρά Μου», σε μια πολύ ωραία instrumental εκδοχή. Με το «Γελάς» του Κώστα Καπνίση δεν αλλάζουμε μόνο συνθέτη αλλά και δεκαετίες, αφού πηγαίνουμε πίσω στο 1949(!) που γράφτηκε το τραγούδι και ακούστηκε τη δεκαετία του ’50 από τον Τώνη Μαρούδα.

Το «Έλα» που ακολουθεί είναι το μοναδικό τραγούδι του Πρίαμου Μωράκη στο δίσκο. Μόνο κιθάρα στη αρχή, κατόπιν ντουέτο φωνή-κιθάρα και στη συνέχεια και τα υπόλοιπα όργανα: ένα πάρα πολύ όμορφο κομμάτι που δεν φεύγει από την συνολική μουσική και ενορχηστρωτική αισθητική του δίσκου. 

Το «Ποτέ Μην Κλαις» του Τάκη Μωράκη ακούγεται στη συνέχεια, μεγάλη επιτυχία και αυτό από το 1955 που ηχογραφήθηκε πρώτη φορά. «Που Πάτε Κύριε» και «Τι’ Ν’ Αυτό Που Το Λένε Αγάπη» (το “Boy On A Dolphin” στα ελληνικά) κλείνουν την ομάδα τραγουδιών του Τάκη Μωράκη. Το πρώτο έρχεται από το 1963, ερμηνευμένο από τη Νάντια Κωνσταντοπούλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου και βραβεύτηκε. Το δεύτερο προϋπήρχε με τη μορφή αυτή πριν από την ταινία.


 Ο δίσκος κλείνει με ένα τραγούδι της Πηνελόπης Τζανετάκη, το «Αν Ήσουν Άνεμος». Με έντονα στοιχεία soul  και RnB είναι ένα πραγματικά πολύ ωραίο κομμάτι. Έχουμε έτσι την μετάβαση από το πρώτο τραγούδι του δίσκου, από το 1957, στο τελευταίο τραγούδι που μας φέρνει ομαλά στο σήμερα.

Δεν είναι μόνο οι πολύ ωραίες εκτελέσεις των τραγουδιών και από τους μουσικούς και από την Πηνελόπη Τζανετάκη που κάνουν τον δίσκο ξεχωριστό· είναι και οι εξαιρετικές ενορχηστρώσεις του Πρίαμου Μωράκη (μαζί με τον Τάσο Ρωσόπουλο  στις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων) που έδωσαν – με τη βοήθεια των μουσικών – τον καλύτερο χαρακτήρα των οργάνων στα τραγούδια αυτά. Η ηχογράφηση είναι υπέροχη, πολύ φυσική, και ο ήχος της κιθάρας του Πρίαμου Μωράκη αυτός που αγαπώ περισσότερο, με μια γλυκειά θαμπάδα – τύπου, ας πούμε, Kenny Burrell. Ο ίδιος ο Πρίαμος Μωράκης παίζει καταπληκτικά.

Kαι σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, έρχεται και το ένθετο του cd να πλαισιώσει με τον καλύτερο τρόπο την δουλειά αυτή. Απίστευτα ωραίες ασπρόμαυρες φωτογραφίες των μουσικών (Αllesandro Giacalone), του πιο υψηλού επιπέδου. Έτσι κι αλλιώς οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στη jazz είναι μια τέχνη με μεγάλη ιστορία. Δεν θυμάμαι πιο ωραίες φωτογραφίες σε ένθετο ελληνικού cd τελευταία (τουλάχιστον τελευταία). Στα πολύ θετικά του δίσκου επίσης και οι πληροφορίες για το κάθε τραγούδι του cd.


 Οι υπόλοιποι μουσικοί που ακούγονται στο δίσκο είναι πολύ γνωστοί μουσικοί του χώρου και συμβάλλουν βέβαια στο αποτέλεσμα: Ο Δημήτρης Καλατζής στο πιάνο, ο Χρήστος Ραφαηλίδης στο βιμπράφωνο, οι Μάνος Λούτας και Περικλής Τριβόλης στο μπάσο, ο Φίλιππος Παπάς στο τενόρο σαξόφωνο, οι Λέανδρος Φράτνικ και Δημήτρης Κακαβούλης στα ντραμς  και ο Σωκράτης Γανιάρης στα κρουστά.

Αυτός ο δίσκος έρχεται σαν απάντηση στην έλλειψη των εταιρειών – αυτή ήταν από τις πρώτες σκέψεις που έκανα -  για να δείξει πώς όταν υπάρχει σφαιρική άποψη του μουσικού για την δουλειά του δεν χρειάζονται απαραίτητα παραγωγοί και εμπειρογνώμονες. Ταλέντο, μεράκι, καλοί μουσικοί, αισθητική και το χαρμάνι ενός άρτιου δίσκου, σαν κι αυτόν, είναι έτοιμο.

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Χρήστος Ζερμπίνος & Μίλτος Λογιάδης – Εαρινή Ισημερία



Δύο πολύ γνωστοί μουσικοί με τεράστιες περγαμηνές από σπουδές και εμπειρία βρίσκονται μαζί σε έναν δίσκο. Ο Χρήστος Ζερμπίνος σολίστ στο ακκορντεόν και συνθέτης ο ίδιος, πέρα από τις εκτελεστικές του δυνατότητες και τις ηχογραφήσεις ως εκτελεστής, έχει δύο πανέμορφους προσωπικούς δίσκους τους οποίους συστήνω να ακούσετε. Ο Μίλτος Λογιάδης, γνωστός ως μαέστρος της Ορχήστρας των Χρωμάτων, έχει διευθύνει μεγάλες διεθνείς ορχήστρες και έχει έναν μεγάλο αριθμό ηχογραφήσεων. Το βιογραφικό και των δύο είναι πλουσιότατο για να πει κανείς περισσότερα και μπορεί να βρεθεί στο εύκολα στο διαδίκτυο.


 Στη συνέχεια της πρώτης - και επεισοδιακής – συνεργασίας τους με μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι έρχεται αυτός ο νέος δίσκος. «Ο Λαχειοπώλης Του Ουρανού» ή «Από Τα Πλήκτρα Στην Καρδιά», ανάλογα με την έκδοση, ήταν ο τίτλος του πρώτου δίσκου και η «Εαρινή Ισημερία» συνεχίζει το δρόμο της συνεργασίας ενός πιανίστα και ενός ακκορντεονίστα χωρίς άλλα όργανα να τους συνοδεύουν.

Από τις μουσικές του Μάνου στην έκφραση αγάπης για την παραδοσιακή μας μουσική. «Ανέκαθεν ένιωθα έναν κρυφό θαυμασμό για τους ανώνυμους δημιουργούς της λαϊκής μας παράδοσης, στο χώρο του τραγουδιού, της δημοτικής ποίησης, της ζωγραφικής και γενικότερα για τον λαϊκό μας πολιτισμό», γράφει ο Χρήστος Ζερμπίνος στο σημείωμα του cd. «Όταν κατέληξα στην επιλογή των τραγουδιών, διασκευάζοντάς τα για ακκορντεόν και πιάνο, θέλησα να τα επεξεργαστώ με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που έχουν περάσει στην συλλογική συνείδηση του έλληνα, με μιαν άλλη αισθητική αντίληψη». Αυτό είναι κάτι που σαφώς συμβαίνει στο δίσκο.


                     (ακούστε κάτι από τον προηγούμενο κοινό τους δίσκο, δεν υπάρχει κάτι από τον καινούργιο)

Τα τραγούδια είναι όλα γνώριμα, κλασικά παραδοσιακά τραγούδια όπως το «Μήλο Μου Κόκκινο», «Από Ξένο Τόπο», «Κανελόριζα», «Σαμιώτισσα» κ.α. Το ενδιαφέρον στο δίσκο είναι πως οι δύο αυτοί μουσικοί με το ταλέντο τους και το προφανές ενδιαφέρον για τη δουλειά αυτή Δεν έκαναν δύο πράγματα: πρώτα απ’ όλα δεν έπαιξαν απλά το τραγούδι στο πιάνο ή το ακκορντεόν με την αντίστοιχη συνοδεία του άλλου οργάνου· αντίθετα διασκεύασαν πολύ επιτυχημένα τα κομμάτια. Δεύτερο,  δεν έφτιαξαν ένα cd  με κεντρικό σκοπό να γεμίζει όμορφα το χώρο σαν μουσικό υπόβαθρο σε ένα καφέ, σε μια βραδιά στο σπίτι, σε ένα εστιατόριο· φυσικά και μπορεί να λειτουργήσει και έτσι, όμως ο προσεκτικός ακροατής θα βρει πολύ όμορφες μελωδικές – κυρίως – αλλαγές και συνολικά μια ιδιαίτερη αισθητική στον τρόπο που προσεγγίζουν τα αγαπημένα αυτά κομμάτια. Από τη μια το παίξιμο είναι πολύ γλυκό αλλά από την άλλη οι τεχνικές της παραλλαγής χρησιμοποιούνται με ελεύθερο και πολύ αποδοτικό τρόπο. Αυτό που προκύπτει έχει βάση στον παραδοσιακό σκοπό, φεύγει ωστόσο και μακριά από αυτόν συχνά και ίσως γι’ αυτό τα τραγούδια γράφονται σε παρενθέσεις, στο οπισθόφυλλο, και κάθε τραγούδι έχει ένα νέο όνομα.



Δεκαέξι παραδοσιακές μελωδίες και μια γνωστού συνθέτη, του  Κώστα Μουντάκη (Μεσοπέλαγα Αρμενίζω) παραδίδονται στον ακροατή με νεά ματιά και πολύ διαφορετικό ήχο. Οι δύο μουσικοί αρδεύουν από την παράδοση αλλά φιλτράρουν το αποτέλεσμα της καινούργιας καταγραφής της μέσα από τις γνώσεις και την δεξιοτεχνία στο όργανό τους.
 
Και σε αυτή τη συνεργασία το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Ο Μίκης Θεοδωράκης στο εισαγωγικό σημείωμα χαρακτηρίζει το έργο «σαν μια μαγική γέφυρα που συνδέει το δημοτικό μας τραγούδι με το σύγχρονο των δεκαετιών του ’50 και του ’60». Υπογραμμίζουμε το «μαγικό» και το ξανακούμε.

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Ελένη Καραΐνδρου - Concert In Athens



Κάθομαι και ακούω τον τελευταίο δίσκο της Ελένης Καραΐνδρου ο οποίος κυκλοφόρησε πρόσφατα, μια ζωντανή ηχογράφηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Σκέφτομαι πόσο σπάνια ακούμε πλέον μουσικές που είναι πλημμυρισμένες από συναισθήματα και μελωδίες. Ορχηστρικά θέματα που, όχι σποραδικά, αλλά σταθερά, μόνιμα κεντρίζουν με δύναμη τους συναισθηματικούς μας υποδοχείς και γεμίζουν τις προσωπικές μας αποθήκες συγκίνησης με νέο πολύτιμο φορτίο.


Η Ελένη Καραΐνδρου δεν μπορεί να ονομάζεται συνθέτης, πρέπει να βρεθεί κάποιος άλλος όρος για να περιγράφει τους ανθρώπους με ανάλογες δυνατότητες, με ανάλογη ευαισθησία και εκφραστικότητα. Και τι να αρθρώσει κανείς για τους σπάνιους αυτούς ανθρώπους που μεταφέρουν την εικόνα σε νότες με τέτοιον τρόπο που δεν ξέρεις αν η μουσική υπηρετεί την εικόνα ή αν η εικόνα γίνεται εντέλει η δεύτερη προσλαμβάνουσα.

Ο δίσκος «Concert In Athens» περιέχει την ηχογράφηση από την συναυλία της 19ης Νοεμβρίου του 2010 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Στο μέρος των εκτελεστών, συμμετέχει και πάλι η Καμεράτα υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ και οι αγαπημένοι της μουσικοί Jan Garbarek στο τενόρο σαξόφωνο και η Kim Kashkashian στη βιόλα, καθώς και ο δικός μας Βαγγέλης Χριστόπουλος στο όμποε· η ίδια παίζει φυσικά πιάνο. Στο ένθετο περιγράφει με γλυκό τρόπο την πολύχρονη συνεργασία της με τους μουσικούς και την ορχήστρα. Η παραγωγή του Manfred Eicher εγγυάται και την ηχητική  ποιότητα του δίσκου. 

 

Οι συνθέσεις που ακούγονται είναι μια όμορφη επιλογή από αγαπημένα θέματα που έχει γράψει η Ελένη Καραΐνδρου στις συνεργασίες της με διάφορους σκηνοθέτες. Η παγκοσμίως κλασική συνεργασία της με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο βρίσκεται παρούσα στη λίστα των δεκαοκτώ κομματιών. Οκτώ όμως από αυτά τα δεκαοκτώ κομμάτια είναι είτε καινούργια είτε παλαιότερα και αδισκογράφητα, συνεπώς ο δίσκος περιέχει και νέο υλικό προς ακρόαση και όχι μόνο παλαιότερα θέματα. Ακούγονται λοιπόν συνθέσεις από τον «Γυάλινο κόσμο» του Tenessee Williams και από το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γούλφ» του Edward Albee σε σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα, από τον «Θάνατο του εμποράκου» του Arthur Miller σε σκηνοθεσία Jules Dassin καθώς και τρία κομμάτια που δε συνδέονται με κάποιο θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο: «Μετά Τη Μνήμη – After Memory», «Κλειστοί δρόμοι – Closed Roads» και «Αdagio για σαξόφωνο». Όλες οι νέες αυτές δισκογραφικές παρουσίες κινούνται στο γνώριμο ύφος – και επίπεδο - της Ελένης Καραΐνδρου.

 Ο δίσκος, και αυτό μόνο έκπληξη δεν είναι, ακούγεται ενιαία, κάτι που συμβαίνει σε όλους τους δίσκους της. Η ατμόσφαιρα της συναυλίας – η συναισθηματική ατμόσφαιρα – επιτυγχάνεται στην ηχογράφηση και στα θετικά του δίσκου, κάτι που δείχνει και την προσοχή της παραγωγής, είναι η αποφυγή της καταγραφής των χειροκροτημάτων, ένας ήχος που θα έβγαζε τον ακροατή βίαια από την μέθεξη της υπέροχης μουσικής που άκουγε.


Συνολικά, πρόκειται για μία ακόμα δουλειά παγκοσμίου επιπέδου της μεγάλης Ελληνίδας μουσικού, άρτια σε περιεχόμενο, σε μουσικούς, και με την σφραγίδα της αισθητικής μιας από τις μακροβιότερες και πιο σημαντικές εταιρείες στον κόσμο, της ECM.