Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Vassilis Tsabropoulos - You

Δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος του Βασίλη Τσαμπρόπουλου που άκουσα. Το πιο πιθανό είναι να ήταν το “Images” του 1992 -  λόγω και των σχετικών μουσικών μου σπουδών λίγο καιρό αργότερα που αποτέλεσαν αφετηρία για την ενασχόλησή μου με τη jazz. Σιγά σιγά άρχισα να παρακολουθώ τον πιανίστα βλέποντας με ενδιαφέρον πως κινούνταν με ευχέρεια ανάμεσα στην jazz και την κλασική.

 Από τον δίσκο "The Promise"

Η ένταξή του στον κατάλογο της ECM, μιας από τις πιο σημαντικές εταιρείες παγκοσμίως, έδειξε την διεθνή εκτίμηση για το παίξιμό του και μας χάρισε μερικούς εξαιρετικούς δίσκους, στους οποίους  συνεργάζεται με ονόματα όπως ο Arild Andersen  και η Anja Lechner. ΟΙ συνεργασίες αυτές αποτελούν επίσης προτάσεις για ακρόαση.

Κλείνοντας 15 χρόνια ήδη στην ECM, ειρήσθω εν παρόδω, περιμένουμε στα μέσα της νέας χρονιάς το νέο του δίσκο στην εταιρεία αυτή. Μια ιδιαίτερη συνεργασία και πάλι καθώς συνδυάζεται το πιάνο με τη βυζαντινή μουσική και τη φωνή της Νεκταρίας Καραντζή. Θυμίζω επίσης το απρόβλεπτο ντουέτο με την Anja Lechner στο “Chants, Hymns and Dances” με μουσική του G.I.Gurdjieff. Είναι βέβαιο πως δεν τον περιγράφει η στασιμότητα.


Η τελευταία δουλειά του που κυκλοφόρησε λίγες εβδομάδες πριν φέρει τον τίτλο “You”. Πριν αναφερθούμε στο μουσικό μέρος αξίζει να υπογραμμιστούν δύο σημεία. Πρώτο, πως έχουμε και πάλι επανεμφάνιση της δισκογραφικής εταιρείας Utopia ύστερα από είκοσι σχεδόν χρόνια και μάλιστα με τους ίδιους ανθρώπους στον «τιμόνι», τον Θύμιο Παπαδόπουλο και τον Βαγγέλη Κατσούλη, δύο μουσικούς που άφησαν και αφήνουν το ίχνος τους στην ελληνική μουσική και δισκογραφία ποικιλοτρόπως. Έξι χρόνια μόνο λειτούργησε η εταιρεία και με λίγες, κοντά στις δέκα, κυκλοφορίες αλλά με ποιότητα και μουσικό στίγμα. Το δεύτερο που αξίζει να αναφερθεί είναι πως ο πρώτος δίσκος του του Βασίλη Τσαμπρόπουλου, το “Skyscape”, είχε κυκλοφορήσει το 1990 από την ίδια εταιρεία, την Utopia.

Ακούστε εδώ ένα κομμάτι από το νέο του δίσκο.

Στο μουσικό μέρος τώρα, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος παίζει μόνος του, δικές του συνθέσεις και ο Βαγγέλης Κατσούλης είναι υπεύθυνος για το sound programming, αναγράφεται στο λιτό και αγγλόφωνο ένθετο. «Η μουσική εδώ ανασαίνει με τέτοια απόλυτη φυσικότητα, με έναν τόσο θαυμαστό και σπάνιο τρόπο, που μόνος του φανερώνει το μέγεθος του εξαιρετικού ταλέντου και της σπάνιας μουσικότητας του Βασίλη Τσαμπρόπουλου. Όλα σ' αυτήν την ηχογράφηση κυλούν αβίαστα και φυσικά. Άλλωστε έτσι μόνο μπορεί το αποτέλεσμα να έχει τη γοητεία και τη μαγεία που χαρακτηρίζουν τη μουσική του You από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή». Με αυτές τις λέξεις περιγράφει το cd το δελτίο τύπου και είναι πολύ εύστοχο. Η μουσική παρασέρνει σε έναν κόσμο εικόνων και συναισθημάτων δείχνοντας πως δεν είναι μονόδρομος για την έκφραση η χρήση πολλών οργάνων. Το πιάνο του Βασίλη Τσαμπρόπουλου - σε συνδυασμό με μικρές ηχητικές προσθήκες - αρκεί για να προσφέρει μουσικές συγκινήσεις. 


Συνεχίζοντας στη λογική του “The Promise”, την πιο πρόσφατη μέχρι τώρα δουλειά του, o Βασίλης Τσαμπρόπουλος με ευκολία καταγράφει τις δυνατότητες του πιάνου ως σολιστικό όργανο στα χέρια – κυριολεκτικά – ενός άρτιου μουσικού, πέρα από τις καταγραφές βέβαια σαν εκτελεστής κλασικών έργων. Το “You” συνδράμει στην εξελικτική πορεία του πιανίστα, διεγείρει τον ακροατή και μας κάνει να περιμένουμε το κάθε επόμενο βήμα του. 

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Γιώργος Βαρσαμάκης – OST Original Soundtrack




Την δουλειά του Γιώργου Βαρσαμάκη την παρακολουθώ πολλά χρόνια, σχεδόν μια δεκαετία, όσο βρίσκεται δηλαδή στη δισκογραφία . Τόσο οι μελωδίες του όσο και οι ενορχηστρώσεις του, εκτός από το ταλέντο που τις χαρακτηρίζει, διαπνέονται και από ένα στρώμα γλυκύτητας, καταφέρνοντας ωστόσο να μην γίνεται «γλυκανάλατος», όπως το έχουμε δει σε αρκετούς συναδέλφους του. Η εκτροπή αυτή είναι εύκολη αλλά ευτυχώς την αποφεύγει.


  «Γεννήθηκε στις 7 Απριλίου το  1973 στην Αθήνα όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Διπλωματούχος πιάνου από το Εθνικό Ωδείο με ανώτερες θεωρητικές σπουδές στη μουσική, που ολοκληρώνονται με το πτυχίο της φούγκας. Έχει συνθέσει μουσική για το θέατρο, για παιδικές θεατρικές παραστάσεις, για μικρού μήκους ταινίες και για ντοκιμαντέρ». Ένα σύντομο βιογραφικό του από τον ίδιο το οποίο, μεταξύ άλλων, μπορείτε να διαβάσετε στην προσωπική του ιστοσελίδα: http://varsamakis.gr/  η οποία όμως δεν έχει ανανεωθεί για τουλάχιστον έναν χρόνο και δεν περιλαμβάνει προφανώς και την τελευταία του δισκογραφική παρουσία.

Το cd αυτό είναι η πέμπτη του κυκλοφορία.  Όταν το πήρα στα χέρια μου παραξενεύτηκα από τον τίτλο. Το “OST”, δηλαδή  Original soundtrack” συνήθως ακολουθεί κάποιον τίτλο έργου με εικόνα και είναι η επίσημη κυκλοφορία της μουσικής της ταινίας, σήριαλ ή οτιδήποτε άλλου. Χωρίς κάποιο τίτλο ο οποίος προσδιορίζεται από τα τρία αυτά γράμματα θεώρησα πως είναι ένα soundtrack χωρίς ταινία. Αυτό είναι κάτι που έχει ξανασυμβεί και από την άλλη καθόλου δεν θα με ξένιζε αφού η μουσική του Βαρσαμάκη είναι κινηματογραφική, σαν αίσθηση. Παρ’ όλ’ αυτά, τα πράγματα δεν ήταν έτσι, στη συνέχεια πρόσεξα καλύτερα το εξώφυλλο.


Ο τίτλος του δίσκου λοιπόν φέρει ακριβώς το όνομα του έργου με εικόνα για το οποίο δημιουργήθηκε. Η πρωτοτυπία του ντοκιμαντέρ του Φάνη Λογοθέτη και Σπύρου Ανδρεάδη έγκειται στο γεγονός πως ασχολείται με αυτήν καθ’ αυτήν την διαδικασία της κινηματογραφικής μουσικής σύνθεσης και αναφέρεται σε γνωστούς δημιουργούς, έλληνες και ξένους, που έγραψαν μουσική για ταινίες. Από τον Nicola Piovani στον Γιώργο Χατζηνάσιο και από τον Trevor Jones στον Νίκο Κυπουργό, το ντοκιμαντέρ επικεντρώνεται  στην μουσική πλευρά των ταινιών που άλλοτε ισορροπεί με την εικόνα και άλλοτε, ανάλογα με το συνθέτη και το σκηνοθέτη, η ζυγαριά γέρνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Περισσότερα για το ντοκιμαντέρ μπορείτε να διαβάσετε στην ιστοσελίδα του: http://www.ost-documentary.gr/index.html
 
To ντοκιμαντέρ δεν περιέχει παλιές κινηματογραφικές μουσικές λοιπόν, όσο κι αν κάποιοι θα περίμεναν το αντίθετο. Οι περισσότερες συνθέσεις είναι νέες, γραμμένες για το ντοκιμαντέρ, αφού εξ’ άλλου αυτό φωτίζεται, η σύνθεση για εικόνα. Ο δίσκος κινείται στο γνωστό από παλιότερες δουλειές ύφος του Γιώργου Βαρσαμάκη: έντονα λυρικός, πολύ μελωδικός και πολύ εύστοχος ενορχηστρωτικά – ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του συνθέτη. Λέγοντας εύστοχος ενορχηστρωτικά δεν αναφέρομαι στην ποσότητα των οργάνων η οποία δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Αναφέρομαι στο ότι χρησιμοποιεί το κατάλληλο όργανο στη σωστή στιγμή, με τον καλύτερο τρόπο αλλά και στο ότι το αποτέλεσμα του scoring είναι ένας γεμάτος ήχος χωρίς μεγάλη ορχήστρα.

Ακούστε τη μουσική του Γιώργου Βαρσαμάκη  στο trailer του ντοκιμαντέρ                                       ή ανεβασμένο από τον ίδιο τον συνθέτη στο youtube

Οι δύο συντελεστές του ντοκιμαντέρ γράφουν ότι ήξεραν από την αρχή ποιος θα έγραφε την μουσική γι’ αυτήν την ταινία τεκμηρίωσης. Η επιλογή τους ήταν άριστη, τουλάχιστον από καθαρά μουσική άποψη.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Gadjo Dilo – Manouche De Grec




Να λοιπόν που η αναφορά στο ρεμπέτικο δεν έχει τελειωμό. Έλεγα στην προηγούμενη ανάρτηση για διασκευές σε ρεμπέτικα και ένας ακόμα δίσκος έρχεται να προστεθεί στη σειρά με τις κυκλοφορίες, λίγο παλαιότερες ή πιο πρόσφατες που επηρεάζονται, διασκευάζουν ή με οποιοδήποτε τρόπο σχετίζονται με το ρεμπέτικο. Δε νομίζω πως χρειάζεται να ασκήσουμε κριτική στο γεγονός. Προφανώς και αποτελεί μια σιγουριά για την μερική αποδοχή των κομματιών ,με την έννοια πως δε χρειάζεται να τα μάθει κανείς. Από την άλλη βέβαια δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε και την μουσική ματιά: έχει μεγάλο ενδιαφέρον για το μουσικό να πάρει ένα τραγούδι, ένα μουσικό θέμα και να το τροποποιήσει κατά το δοκούν. Ένα ενδιαφέρον που κρατάει μια σειρά χιλιάδων χρόνων και αναφέρεται σε όλα τα μουσικά ήδη. Με άλλα λόγια, σαφώς και η νέα δημιουργία έχει το δικό της ενδιαφέρον ως μια πλήρως καινούργια κατάθεση όμως ο επιτυχημένος συγκερασμός – γιατί περί τέτοιου πρόκειται – μακρινών ή συγγενών μουσικών ειδών συνιστά και αυτός μια πρωτότυπη πρόταση. 



Τους Gadjo Dilo τους είχα ακούσει ζωντανά και στα δύο Django Festival της Θεσσαλονίκης. Δεν θυμάμαι να έπαιζαν ρεμπέτικα σε όλο το ρεπερτόριό τους, αλλά μου είχαν αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις (όπως και τα περισσότερα συγκροτήματα).  Διαβάζω στη σελίδα τους στο facebook πως σχηματίστηκαν το 2009.

«Το “Manouche De Grec” είναι ένα πάντρεμα της gypsy jazz μουσικής παράδοσης με τους ήχους και τα χρώματα του παλιού ελληνικού τραγουδιού της ίδιας περίπου περιόδου (ρεμπέτικο – ελαφρολαϊκό). Το αποτέλεσμα είναι ένας ήχος εξαιρετικά οικείος στα αφτιά τόσο του λάτρη του Django (Reinhardt) όσο και εκείνου του Τσιτσάνη» διαβάζει κανείς στο εσωτερικό του cd και την έξυπνη περιγραφή “Greek-flavoured gypsy jazz” στο εξώφυλλο. Τα πράγματα είναι ακριβώς έτσι. Και τα τραγούδια είναι πολύ γνωστά και τα γνωρίζουν όλοι, και οι λάτρεις του σπουδαίου κιθαρίστα Django Reinhardt -και όχι μόνο- θα απολαύσουν τις επεξεργασίες των τραγουδιών με έναν πολύ πετυχημένο τρόπο. Ξέχωρα από το που κινείται κανείς μουσικά, ως ακροατής, πιο κοντά στο ρεμπέτικο ή στη jazz, το σημαντικό είναι να βρει ενδιαφέρον σε αυτό που ακούει και το Manouche De Grecείναι ένας δίσκος με ενδιαφέρον. 


Με πολύ μεγάλη ευκολία καταλαβαίνει κανείς πως αναφερόμαστε σε έναν δίσκο που είχε τις δυνατότητες και πιθανότητες, λόγω επιλογών, να ακουστεί πολύ. Το συγκρότημα εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες  αυτές μπολιάζοντας τις μελωδίες με φαντασία και μεράκι και προέκυψε μια δουλειά που θα ακουστεί και θα ακούγεται πέρα από κάθε αμφιβολία. Το «Μπαξέ Τσιφλίκι», το «Που να βρω γυναίκα να σου μοιάζει», το «Πέφτεις σε λάθη» αλλά και το «Σου σφυρίζω» και «Το μινόρε της αυγής» είναι μερικά από τα πασίγνωστα τραγούδια που ακούγονται, καθώς και ένα ωραίο καινούργιο, το «Miss L» του Νίκου Βλάχου, κοντραμπασίστα του συγκροτήματος.
  
Το cd είναι λιτό στην κατασκευή, δίνοντας ωστόσο τις αναγκαίες πληροφορίες και για τα κομμάτια και για το συγκρότημα. Πολύ όμορφο είναι το δισκάκι το οποίο έχει την εμφάνιση δίσκου βινυλίου. 


Οι Gadjo Dilo είναι οι:







Κώστας Μητρόπουλος: κιθάρα
Σωτήρης Πομόνης: κιθάρα
Νίκος Βλάχος (tattoo): κοντραμπάσο
Σέργιος Χρυσοβιτσάνος: βιολί
Γιώργος Τσιατσούλης: ακκορντεόν
Ηλιάνα Tσαπατσάρη: φωνή

Μπράβο σε όλους τους!

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Retropolis II




Δυόμιση περίπου χρόνια μετά το πρώτο Retropolis, κυκλοφόρησε πρόσφατα και το δεύτερο. Πρόκειται για διασκευές τραγουδιών του Απόστολου Καλδάρα, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Βασίλη Τσιτσάνη.

Η πρώτη κυκλοφορία, το 2011, είχε πολλές ιδιαιτερότητες. Είχε συνδεθεί με την εκδήλωση για «το αστικό τραγούδι του μεσοπολέμου στην ψηφιακή εποχή» που είχε λάβει χώρα στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη στις 3 Μαΐου 2011. Το δεύτερο cd συνεπώς αποτελεί συνέχεια της λογικής του πρώτου, και για το λόγο αυτό αντιγράφω από την ιστοσελίδα του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη: “…Στην εκδήλωση θα ακουστούν νέες εκδοχές γνωστών και αγαπημένων τραγουδιών της εποχής του Μεσοπολέμου που αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της δουλειάς συνθετών όπως ο Αττίκ, ο Κώστας Γιαννίδης, ο Μιχάλης Σουγιούλ, ο Νίκος Χατζηαποστόλου, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιάννης Κυπαρίσσης κ.α. Οι εκδοχές αυτές περιλαμβάνονται σε cd που θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά την ημέρα και στο χώρο της εκδήλωσης και στο οποίο συμμετέχουν με δουλειά τους οι εξής: Θανάσης Αλευράς, Χάρης Αττώνης, Belleville, Cyanna, Δάρνακες, Empty Frame, Full Tattoo, Κώστας Δαλακούρας με την Κρίνθη Ζήρα, Στάθης Δρογώσης, Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης/ Μαρία Παπαγεωργίου, Ελεάννα Ζεγκίνογλου, Σόφη Κωνσταντινίδου, Matisse με την Αγγελική Ζήκα, Τία Μενούτη, Χρήστος Μουστάκας/ Δίδυμο, Προκόπης Πολίτης/Βαγγέλης Ασημάκης, Ηρώ Σάϊα, Tareq, Μαριέττα Φαφούτη, Γιώργης Χριστοδούλου…Tο cd με τα τραγούδια συνοδεύεται με μια έντυπη έκδοση με μικρά διηγήματα από νέους συγγραφείς που εμπνέονται από αυτά τα τραγούδια και τις “πειραγμένες” εκδοχές τους. Στην έκδοση περιλαμβάνονται διηγήματα που έχουν γράψει οι: Δημήτρης Σωτάκης, Βάσια Τζανακάρη, Γεράσιμος Ευαγγελάτος, Ηλίας Κολοκούρης, Ειρήνη Σουργιαδάκη, Χρύσα Μπαχά, Γιάννης Πλιώτας, Στέργια Κάββαλου, Ειρήνη Μαργαρίτη, Κωνσταντίνα Τασσοπούλου, Γιώργος Ρομπόλας, Αθως Δημουλάς”.



Ο στιχουργός Γεράσιμος Ευαγγελάτος ο οποίος είχε την αρχική ιδέα για την εκδήλωση και την επιλογή των τραγουδιών είχε και πάλι την καλλιτεχνική επιμέλεια μαζί με τη Νατάσσα Μαστοράκου (βρισκόταν στον γενικό συντονισμό της εκδήλωσης) και τη Σία Αλοκρίου.  Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος λέει για το ρεμπέτικο στο metropolispress:  «Όταν κάναμε το Retropolis γνωρίζαμε ότι ρεμβάζουμε μόνο την μια πλευρά του φεγγαριού. Την ίδια εποχή που άνθιζε το δυτικότροπο «ελαφρό» τραγούδι στα σαλόνια της Αθήνας, ένα σκοτεινό λουλούδι φερμένο από τα βάθη της Ανατολής και του χρόνου ρίζωνε βαθιά στην Αττική γη. Το ρεμπέτικο, σκοτεινό και βρώμικο, ειλικρινές και αθώο σαν προσευχή, τραγουδούσε σε καπνισμένους τεκέδες και λαικές γειτονιές τον έρωτα, την ξενιτιά, την προδοσία. Δεν είχε τις φιοριτούρες και την κομψότητα του σαλονάτου τραγουδιού των αστών δεν ήταν της μόδας αλλά της σειράς δεν χάιδευε τα αφτιά μεταξένιων κορασίδων, αλλά συνόδευε τα μεθύσια και τις σκοτούρες του απλού λαού. Οι στίχοι του χτυπούσαν στιλέτο τις μεγάλες αλήθειες της ζωής με μια γλώσσα άμεση και συχνά προκλητική. Βαθιά πολιτικό κι ευθύβολο, αφτιασίδωτο κι ενίοτε άκρως ποιητικό με έναν αφοπλιστικά θυμοσοφικό τρόπο, το Ρεμπέτικο ήταν φυσικό να περιθωριοποιηθεί από τα χριστά ήθη της εποχής. Ο χρόνος όμως ήρθε να επισημάνει πόσο κυτταρική ήταν η σχέση του με την ψυχοσύνθεση του Έλληνα. Το Ρεμπέτικο όχι μόνο επιβίωσε, αλλά έφτασε και να καθορίσει την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής –λαικής και λόγιας. Η λιτότητα κι ο λυρισμός του έγιναν αφετηρία και σημείο αναφοράς. Σε μια εποχή σαν τη σημερινή, που τα προσωπεία έχουν πέσει κι η ανάγκη για ουσία είναι επιτακτική, το Ρεμπέτικο μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Γιατί αν ξέρει να κάνει κάτι καλά ο λαός μας από την πρώτη στιγμή που πάτησε πάνω στη γη, είναι να ξορκίζει τις δυσκολίες της ζωής του, τραγουδώντας τες».

Στο συγκεκριμένο cd υπάρχουν αρκετές διαφορές σε σχέση με το πρώτο: δεν υπάρχει καμία έντυπη έκδοση με διηγήματα και το cd βρίσκεται σε ένα απλό φακελάκι (σαν μικρογραφία εξώφυλλου βινυλίου). Η τιμή του διατηρείται έτσι σε χαμηλά επίπεδα. Μουσικά, υπάρχουν έντεκα κομμάτια αλλά από τρεις μόνο συνθέτες: τον Απόστολο Καλδάρα, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Βασίλη Τσιτσάνη.

Το cd ξεκινά μάλλον ανορθόδοξα, με διασκευή των Empty Frame στη μουσική και στον στίχο του Απόστολου Καλδάρα που προέκυψε αγγλικός. Δεν μου προκάλεσε κανένα ενδιαφέρον συνολικά και επιπλέον αυτή η τάση προς τον αγγλόφωνο στίχο έχει γίνει υπερβολική.

Οι Minor Project συμμετέχουν με δύο κομμάτια. Το πρώτο είναι μια πολύ όμορφη διασκευή στο τραγούδι των Καλδάρα/Βίρβου «Της αμαρτίας το στρατί». Το δεύτερο είναι το τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» με ερμηνεύτρια την Ηρώ Σαΐα, μια πολύ ωραία φωνή  σε μια απλά συμπαθητική διασκευή.


Ο Λεωνίδας Μαριδάκης διασκευάζει με νεύρο και φέρνει στα μέτρα του το «Χαράματα η ώρα τρεις» του Μάρκου Βαμβακάρη. Τραγουδάει ο ίδιος και η Φωτεινή Βελεσιώτου. Η Φωτεινή αγαπάει και τραγουδάει το ρεμπέτικο πολύ πιστά, κοντά στον αυθεντικό τρόπο. Εδώ το τραγούδι είναι παιγμένο πιο γρήγορα και έχω την αίσθηση ότι δεν της ταιριάζει. Υποθέτω πως υπήρξε η (καλή) ιδέα να δώσει έναν τόνο παραδοσιακής χροιάς στο τραγούδι το οποίο “σουινγκοφέρνει” και είναι από τις καλές στιγμές του δίσκου.

Ενδιαφέρον έχει και το «Ένα τραγούδι απ’ τα’ Αλγέρι» του Απόστολου Καλδάρα σε διασκευή και ερμηνεία του Γιάννη Λίνα.  Μια καλή πρόταση που όμως δεν υποστηρίζεται ανάλογα και φωνητικά. Θέλω επίσης να αναφέρω πως στο τραγούδι ακούγεται «Ένα τραγούδι τ’ Αλγέρι», προφανώς ως πρόταση-λογοπαίγνιο. Τα ίδια ισχύουν γενικά και για τη δεύτερη διασκευή του ιδίου, στον ίδιο συνθέτη, και στο τραγούδι «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο».

Ο Ηλίας Βαμβακούσης ερμηνεύει πολύ γλυκά το «Οι πρωθυπουργοί» του Μάρκου Βαμβακάρη σε διασκευή του ιδίου και του Γκωτιέ Βελισσάρη, με ωραία επιλογή των οργάνων που επελέγησαν (και στα δικά του τραγούδια) αποφεύγοντας έξυπνα τον στόμφο του στίχου.


Η Μαρίνα Σάτι μου είχε κάνει εντύπωση ήδη από τη συνεργασία της με τον Φίλιππο Περιστέρη, πέντε χρόνια πριν. Η διασκευή του Tareq στο «Αργοσβήνεις μόνη» του Βασίλη Τσιτσάνη έχει ηλεκτρονικά στοιχεία, όπως θα περίμενε κανείς, όμως χωρίς να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο.

Τα πράγματα αλλάζουν τελείως όταν ο Lolek διασκευάζει εξαιρετικά το «Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς» του Μάρκου Βαμβακάρη. Από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου, ο Lolek βάζει ηλεκτρικές κιθάρες, κάνει πιο δυνατό το κομμάτι και του δίνει τον ήχο του.

Βασίλης Τσιτσάνης, «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», σε διασκευή από τη Σίσσυ Βλαχογιάννη και σε ερμηνεία Αδάμ Τσαρούχη. Η ιδέα για «τζαζοποίηση» ήταν καλή αλλά ο τραγουδιστής δεν φαίνεται να «έχει» το κομμάτι, αν και η φωνή ακούγεται δουλεμένη αρκετά.


Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα κλείνει το δίσκο. Ο Χρίστος Θεοδώρου στη διασκευή και η Βικτωρία Ταγκούλη στην ερμηνεία δίνουν διαφορετική διάσταση στο πασίγνωστο κομμάτι. Πιο αργό, ακόμα πιο λιτό, μια πραγματικά ενδιαφέρουσα διασκευή από το ταλαντούχο δίδυμο αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις για το τέλος.

Ακούγοντας μερικές φορές το δίσκο είναι σίγουρο πως δίνει μια φρέσκια εικόνα στα τραγούδια αυτά που γνωρίζει ο καθένας και, πέρα από τις αδυναμίες κατά τόπους, θα ικανοποιήσει όσους συμπαθούν ή αγαπούν τις διασκευές πολύ περισσότερο στα τραγούδια αυτά τα οποία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πάντα διατηρούνται στην καθημερινότητα.