Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω




Καθώς η δισκογραφία, ως συνήθως, αναπαύεται στα μέσα καλοκαιριού και λίγο μετά απ’ αυτό, αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία να μην αναφερθώ σε έναν συγκεκριμένο δίσκο αλλά σε ένα συγκρότημα το οποίο είναι πιθανά το μακροβιότερο ελληνικό συγκρότημα και για την δική μου αισθητική το πιο αγαπημένο. Σε ένα περιορισμένο χώρο δεν μπορεί βέβαια να αναφερθεί όλη η ιστορία των Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω. Ο σκοπός είναι να δώσει μια γενική εικόνα και ένα έναυσμα για ενασχόληση με την μουσική τους. 


Όλα ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στη Νέα Σμύρνη. Μια μεγάλη παρέα μουσικών παίζει μουσική, διασκεδάζει, εκφράζεται. Από τις τριβές και τις διαφωνίες προκύπτουν δύο νέες μουσικές παρέες: οι Φατμέ με πιο ηλεκτρικούς προσανατολισμούς και αργότερα οι Χάνομαι Γιατί ρεμβάζω με προσήλωση στα φυσικά όργανα και ήχους. Η συμμετοχή του Χάρη Καβαλιεράτου και του Γιώργου Φιλιππάκη στους αγώνες της Κέρκυρας που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις το 1981 δεν πέρασε απαρατήρητη και την επόμενη χρονιά ο πρώτος δίσκος του συγκροτήματος, «Οι Κακές Μας Πράξεις», ήταν γεγονός. Στην αρχική παρέα ήταν εκτός από τον Χάρη Καβαλλιεράτο και το Γιώργο Φιλιππάκη ο Αργύρης Αμίτσης, ο Γιάννης Κερκύρας και ο Μιχάλης Μουστάκης.

Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφορούν τα «Πλάγια Λόγια»*, αν όχι τον καλύτερο σίγουρα έναν από τους καλύτερους δίσκους τους ο οποίος δυστυχώς ποτέ δεν κυκλοφόρησε σε cd. Η Barbara Sauter είναι το καινούργιο μέλος του συγκροτήματος και παραμένει στον βασικό πυρήνα, μαζί με τον Χάρη Καβαλιεράτο, μέχρι σήμερα. Πρόκειται για δύο δίσκους οποίοι με το λυρισμό, και την ευαισθησία τους σημαδεύουν - δυστυχώς αθόρυβα - τη δεκαετία του '80. Ακολουθεί ο δίσκος «Συ Φέρνεις τα τραγούδια»* το 1985 και μετά από μια εξαιρετική δισκογραφική συνεργασία με τραγούδια στο δίσκο της Δήμητρας Γαλάνη που φέρει το όνομα του συγκροτήματος, θα συνεχίσουν να δισκογραφούν στο Σείριο του Μάνου.


Η συνεργασία τους με το Σείριο ξεκινάει με το δίσκο «Τα Παροίνια» το 1988, «Τα Εγκαίνια»* το 1989, την «Ιχνογραφία»* το 1991, «Πέρα Στου Κεγχριού Τον Κάμπο» το 1995. Η παρουσία τους στο Σείριο κλείνει το 1998 με το cd «Προς Την Αθανασία Τη Μαρτυρική». Το 1999 κυκλοφορεί το «Ένα Ευχαριστώ» με δεύτερες εκτελέσεις, κυρίως, τραγουδιών τους από φίλους μουσικούς. Η τελευταία τους δισκογραφική παρουσία είναι ο δίσκος «Ημερολόγιο Μιας Γυναίκας/ Για Μιας Μέρας Το Στοίχημα» το 2009.

Βασικό χαρακτηριστικό των Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω εκτός από τα φυσικά όργανα και την κλασική προσέγγιση των τραγουδιών είναι η επιλογή στίχων, όταν δεν είναι δικοί τους: επιλέγονται ποιήματα, συχνά δύσκολα στη μελοποίηση αλλά πανέμορφα στο λόγο και στο νόημα, μελοποιημένα άριστα και ενορχηστρωμένα απόλυτα ταιριαστά. . Οι ερμηνείες στα τραγούδια ποικίλουν: από την ιδιαίτερη και αναγνωρίσιμη φωνή του Χάρη Καβαλιεράτου που τόσο αγαπήσαμε και αγαπούμε και την γεμάτη ευαισθησία ερμηνεία του Γιώργου Φιλιππάκη σε μεμονωμένες συνεργασίες όπως αυτή της Θεοδώρας Μπάκα, του Βασίλη Γισδάκη, της Άννας Καραγεωργιάδου. 

 Όλοι οι δίσκοι των Χάνομαι Γιατί ρεμβάζω αποπνέουν μια περίεργη αθωότητα, μια παιδική σχεδόν αγάπη για τη ζωή αλλά κι έναν σαρκασμό, μια ειρωνική αντιμετώπιση ανθρώπων και καταστάσεων που η ιδιαίτερη ενορχήστρωση και η, θα έλεγε κανείς, διονυσιακή ερμηνεία τονίζουν τόσο όμορφα. Από τις περιπτώσεις μουσικών που ήταν, και είναι, πολύ μπροστά από την εποχή τους και περιμένουν από τους φίλους του χώρου να τους ανακαλύψουν έστω και 35 σχεδόν χρόνια μετά…



(*Δεν κυκλοφορούν σε cd)





Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Villagers Of Ioannina City – Riza



Μάλλον δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος την προέλευση του συγκροτήματος. Από την πόλη, συνεπώς, των Ιωαννίνων έρχονται οι μουσικές των VIC και το όνομα του δίσκου είναι περιγραφικό, ως ένα σημείο, και της μουσικής τους. Ένας δίσκος, πρώτα απ’ όλα, που κυκλοφόρησε σε δική τους παραγωγή, σε διπλό βινύλιο και σε cd το οποίο (cd) έχει ήδη εξαντληθεί και απ’ ότι μαθαίνω θα κυκλοφορήσει σύντομα με νέο εξώφυλλο. Το γεγονός ότι τα 500 cd εξαντλήθηκαν σε δυο μήνες και το βινύλιο που κυκλοφόρησε δύο μήνες πριν (ένα μήνα μετά το cd) βρίσκεται προς το τέλος του είναι ενδεικτικό της αξίας τους. 


Τέσσερα χρόνια ηχογραφήσεων και συναυλιών μετράει ήδη το συγκρότημα. Το πρόγραμμά τους αρκετά γεμάτο για το καλοκαίρι και στις συναυλίες τους τις περισσότερες φορές γίνεται το αδιαχώρητο. Τι κάνει αυτό το συγκρότημα τόσο ιδιαίτερο; Με λίγα και απλά λόγια, έχουμε να κάνουμε με έναν από τους καλύτερους ροκ δίσκους. Έναν δίσκο που θα μείνει ανάμεσα στους κλασικούς – έχει μείνει – και που οι ακροάσεις είναι απανωτές και δεν είναι ποτέ αρκετές. Αυτό βέβαια για όσους θέλουν να ακούσουν προσεκτικά, αντικειμενικά, χωρίς να είναι κολλημένοι στο «ροκ είναι κιθάρες, ντραμς και μπάσο». 

Οι VIC παίζουν κυρίως παραδοσιακά κομμάτια σε ροκ διασκευές. Θα σκεφτεί κάποιος: «αυτό έχει γίνει δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες φορές». Το θέμα είναι βέβαια πως το κάνει ο καθένας. Γιατί το συγκρότημα και φαντασία έχει, και καλούς μουσικούς έχει και τολμά. Τολμά να συνδυάζει δυνατές ηλεκτρικές κιθάρες με τις ηπειρώτικες πεντατονίες στο κλαρίνο. Τολμά να έχει και γκάιντα στις συναυλίες. Και καταφέρνει να μην είναι “μια από τα ίδια” ή “συμπαθές” αλλά μια πρόταση με βάρος (ειδικά στις κιθάρες!).


Όπως είπα και πριν, ο δίσκος ζητάει συνεχείς ακροάσεις. Δώδεκα κομμάτια, πολύ γνωστά τα περισσότερα, δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο πόσο μέσα μας είναι η παράδοση, πόσο ευέλικτη είναι, πώς μπορεί να έρθει κοντά στο σήμερα, τι δυνατότητες έχει όταν βρίσκονται άνθρωποι με ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Πρέπει να τονίσουμε το γεγονός πως ο δίσκος βγήκε στην Ήπειρο: μια περιοχή με εξαιρετικά πλούσια παράδοση που δονεί ακόμα και όσους δεν έχουν Rizes από κει. Τόσο τα ηπειρώτικα πολυφωνικά όσο και τα μονοφωνικά παιξίματα του κλαρίνου είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές μουσικές μας παραδόσεις. Οι VIC φαίνεται πως έχουν την παράδοση μέσα τους και στο δίσκο την έχουν συγκεράσει με τον καλύτερο τρόπο με πολύ έντονες ροκ αποχρώσεις.

Κλασικά παραδοσιακά τραγούδια όπως το “Γιάννη μου το μαντήλι σου”, “Χαλασιά μου” – στο οποίο συμμετέχει ο Γιάννης Μήτσης, “Εγώ κρασί δεν έπινα” και άλλα παίρνουν μια νέα μορφή με τη ματιά των VIC και έρχονται σε μας με τη μορφή εξαιρετικών διασκευών που, αν και μερικές φορές φτάνουν τα εννιά λεπτά, όχι μόνο δεν κουράζουν αλλά αντίθετα απογειώνουν το συναίσθημα (ή την αδρεναλίνη).


Το “Riza” είναι ο δίσκος του repeat για το cd ή του βινυλίου που στοιχειώνει το πικάπ. Είναι ο δίσκος που ακούς παντού, δυνατά και δεν τον χορταίνεις. Είναι ο δίσκος που δεν πρέπει να λείπει από δισκοθήκες αν και κατεβαίνει ελεύθερα από το bandcamp. Είναι ο δίσκος που χαίρεσαι να γράφεις ακούγοντας τον, γνωρίζοντας πως γράφει ιστορία.

 



Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Mama Luma – Splendid (Lp)



Οι Mama Luma είναι ένα συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη, τρίο, με τον Χρήστο Γερμένογλου στα ντραμς και τα κρουστά γενικά, τον Παύλο Παυλίδη στο άλτο σαξόφωνο και τον Χάρη Αγορίτσα στην ηλεκτρική κιθάρα και το τενόρο σαξόφωνο. Σαν συγκρότημα ξεκίνησαν στις αρχές του 2011. Η σύνθεση που αναφέρθηκε είναι η σύνθεση που έγραψε στο δίσκο. Στα λάιβ συχνά δεν έχουν ηλεκτρική κιθάρα αλλά ένα δεύτερο σαξόφωνο και τρομπέτα, τον Ηλία Φυλλαρίδη. 


Και οι τρεις μουσικοί που έγραψαν στο δίσκο έχουν αρκετή θητεία ο καθένας στο χώρο του και με συμμετοχές σε πολλά συγκροτήματα, συχνά τελείως διαφορετικά. Πιο..πιστός στον χώρο του αυτοσχεδιασμού και αυτός που έχω δει τις περισσότερες φορές live είναι ο Χρήστος Γερμένογλου για τον οποίο είχαμε αναφερθεί στην παρουσίαση του cd των Plan3. Νομίζω πως από τις πιο αξιοπρόσεκτες συνεργασίες του– καταγεγραμμένη δισκογραφικά – είναι η “Orthopetalia” με τον γκουρού Σάκη Παπαδημητρίου.

Δύο από τα τρία μέλη του παίζουν με την κολλεκτίβα των Fun With Nuns. Ο αυτοσχεδιασμός εκεί είναι προφανώς πιο μαζικός· εδώ τα όργανα ακούγονται ξεκάθαρα και η επαφή μεταξύ τους είναι βέβαια πιο άμεση. Ερμηνεύεται έτσι και η παρουσία της Wax Records μαζί με την Music Kitchen και την S7.

 Το τρίο κινείται με σαφήνεια στο χώρο της free jazz. Τα κομμάτια γράφτηκαν “ζωντανά”, με άλλα λόγια έγραψαν όλοι μαζί, χωρίς προετοιμασμένα σημεία ή παρτιτούρες, όπως απαιτεί σε γενικές γραμμές το είδος αυτό της jazz. Είναι βέβαια αυτό ακριβώς το είδος, του άκρατου αυτοσχεδιασμού, που δεν αντέχουν όσοι δεν έχουν τις καλύτερες σχέσεις με την jazz. Από την άλλη όμως, η διαρκής και εν τω γεννάσθαι αλληλεπίδραση των μουσικών μεταξύ τους η συγκίνηση της οποίας εκφράζεται με τα όργανά τους, μέσω της τεχνικής τους αρτιότητας, είναι για τους φίλους της jazz το ακουστικό holy grail.

Οκτώ κομμάτια υπάρχουν στο δίσκο βινυλίου – σε 500 αντίτυπα, δεν κυκλοφορεί σε cd – από τα οποία μπορείτε να ακούσετε κάποια στην σελίδα τους στο soundcloud (https://soundcloud.com/mamaluma) και να παραγγείλετε το δίσκο (σε καλή τιμή). Η ηχογράφηση έγινε από τον Τίτο Καργιωτάκη, συνεπώς συμπεριλαμβάνεται στα θετικά του δίσκου.


Τα κρουστά σε αρκετά κομμάτια, όπως στο πολύ ενδιαφέρον “Rolling Blues”, κρατούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο και δείχνουν τις ικανότητες του Χρήστου Γερμένογλου. Το “What Is The Boy Looking For In A Mirror”, παρά τη θέση του στο δίσκο (Α4) έχει πολύ ενδιαφέρον. Για όποιον θέλει γερές δώσεις από κλασσική free jazz με γρυλίσματα σαξοφώνου και δαιμονικά ντραμς το “Ourougouaou” και το “A Little Bit After” προσφέρονται. Το “Mata Mata Hari Hari” τέλος, ειδικά στα σημεία με τα φωνητικά της Σύλβιας και Ειρήνης Γερμένογλου, δικαιολογεί την αυτοπεριγραφή του συγκροτήματος ως “freak out improvisation trio”.

Δεν νομίζω ότι χρειάζονται περισσότερα σχόλια και περιγραφές. Η free jazz έχει τους φίλους και τους εχθρούς της. Το “Splendid” προσφέρεται για τους φίλους της αυτοσχεδιαστικής μουσικής και για όσους θέλουν να βρίσκονται σε επαφή με την καινούργια παραγωγή σε jazz στην Θεσσαλονίκη, και τη Ελλάδα γενικότερα· την jazz η οποία σε όλες της τις παραφυάδες βρίσκεται σε άνθηση.