Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Outward Bound – The path


Σαν συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης για το Δημήτρη Νεονάκη έρχεται και αυτή για το συγκρότημα των Outward Bound

Πρώτη κυκλοφορία του συγκροτήματος το 2009 στην Triple bath και από αυτό και μόνο είναι σαφές ότι η μουσική τους δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να χαρακτηριστεί συμβατική. Για τη δουλειά αυτή υπεύθυνοι ήταν δύο μουσικοί: ο Αντώνης Τσικανδηλάκης και ο Δημήτρης Νεονάκης στο grand piano και την ηλεκτρική κιθάρα αντίστοιχα. Μια ηχογράφηση που έγινε στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο της Κρήτης το 2007.
 

Το 2009 ηχογραφούν ξανά και το 2010, και  με την προσθήκη του Γιάννη Ηλιάκη στα ντράμς, κυκλοφορεί από την αγγλική Slam το “The path”, ένας χορταστικός σε διάρκεια αλλά και σε ακούσματα δίσκος, σε τρία μέρη. 

Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια δουλειά με εξαιρετικό ενδιαφέρον, που ανήκει βέβαια στον ευρύτερο χώρο της jazz αλλά χωρίς να περιορίζεται σε δεδομένες φόρμες με θέματα και συγκεκριμένους κύκλους αυτοσχεδιασμών.

Αν θέλαμε να περιγράψουμε το δίσκο με μία μόνο λέξη, αυτή θα ήταν «ατμόσφαιρα». Τα δεκαοκτώ κομμάτια στέκονται φυσικά και μόνα τους αλλά λειτουργούν στο σύνολό τους, σαν ένα ενιαίο άκουσμα από την αρχή ως το τέλος. Οι μουσικοί συχνά παίζουν με τις συχνότητες δημιουργώντας μια αίσθηση ενός  υποβλητικού ηχοτοπίου. Πολύ ενδιαφέρον δημιουργεί το γεγονός ότι, ειδικά στα πολύ ατμοσφαιρικά κομμάτια, τα όργανα μπαίνουν διαδοχικά δίνοντας το στίγμα τους και την αισθητική που χρειάζεται η στιγμή με τις παύσεις να αλληλεπιδρούν με τις προσεκτικά παιγμένες νότες.


 Όπως αναφέρεται: «πρόκειται για τρεις ενότητες αυτοσχεδιαστικής μουσικής που, παρά τις συχνές εναλλαγές, διατηρούν συνολικά ένα ομοιογενές ηχητικό τοπίο. Ελεύθερες φόρμες, ανοιχτές στο χρόνο και την πυκνότητα των μουσικών συμβάντων, συναντούν θραύσματα αρμονικών συνεχειών, αιωρούμενα θέματα που αντιπαρατίθενται με άναρχους ήχους, ψίθυρους, κραυγές, παύσεις… Χωρίς να ακολουθούνται κανόνες
κάποιων συνθετικών ιδιωμάτων, η μουσική αφήνεται να αναπτυχθεί σε πραγματικό χρόνο άλλοτε τυχαία κι άλλοτε με τη διαδοχή αυθόρμητων παρεμβάσεων με προσανατολισμό στην αναζήτηση του ωραίου».


 Το πιάνο κινείται συχνά σε κλασικές φόρμες, δίνοντας εύστοχα μια μελαγχολική διάθεση και άλλες φορές σε ελεύθερη συνομιλία με τα υπόλοιπα όργανα. Τα ντραμς πολύ όμορφα, γνωρίζουν πότε πρέπει να μην ακούγονται καθόλου συμβάλλοντας έτσι στην ατμόσφαιρα που δημιουργείται και πότε να δημιουργούν τις ποθητές στιγμές έντασης. Η κιθάρα με τα πολύ συχνά fade in είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για ένα κλίμα μυστηρίου που κυριαρχεί σε όλα τα κομμάτια.

Θα μπορούσε ίσως να είναι soundtrack μιας ταινίας μυστηρίου ή και θρίλερ ακόμα, αφού πραγματικά  τα συναισθήματα που δημιουργούνται είναι πολλές φορές σχετικά αντίστοιχα ενώ σε άλλες στιγμές επικρατεί μια τάση εσωτερικότητας, ενδοσκόπησης, ονειρικής διαφυγής. 


Αξίζει, πραγματικά, να τους γνωρίσετε.



Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Δημήτρης Νεονάκης - Λίθινο


Τον Δημήτρη Νεονάκη πρώτη φορά τον είχα ακούσει ζωντανά πριν από εφτά χρόνια, πρέπει να ήταν 2005, όταν είχα κατέβει στην Αθήνα με αφορμή μια σειρά εμφανίσεων του Σταμάτη Μεσημέρη σε ένα μαγαζί του οποίου το όνομα δεν μπορώ να θυμηθώ. Μεγάλη μετεφηβική αγάπη – στην εφηβεία δεν άκουγα καθόλου ελληνική μουσική – και αφού γνωριστήκαμε, ένας φίλος μέχρι το τέλος.

Στη συναυλία αυτή, ένα νέο παιδί γύρω στα 25 έπαιζε κιθάρα δίπλα στο Σταμάτη και συχνά έδειχνε πως είχε τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε έναν πολύ καλό μουσικό. Το συγκράτησα το όνομά του και όταν λίγους μήνες πριν κυκλοφόρησε ο προσωπικός του δίσκος η πρώτη μου σκέψη ήταν πως θα είναι ένας δίσκος με ροκ στοιχεία. Έπεσα έξω και χαίρομαι διπλά.


Πρώτα γιατί είναι ευχάριστο να περιμένεις κάτι διαφορετικό και να υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης. Κυρίως όμως γιατί ο δίσκος του Νεονάκη έχει παραδοσιακά ηχοχρώματα, με την Κρήτη να δίνει δυναμικά το παρών και μάλιστα με εξαιρετικούς μουσικούς. Αρχικά οι λυράρηδες, αφού αναφερόμαστε στην Κρήτη: ο Ιάκωβος Πατεράκης, ένας απίστευτος λυράρης που είχα δει ζωντανά σε μια συνεύρεση λυράρηδων στα Αρμανώγεια και άρχισα να σκέφτομαι ότι στην Κρήτη όχι μόνο δεν υπάρχει απομάκρυνση από την παράδοση και τα παραδοσιακά όργανα αλλά πως αυτή ή γενιά μουσικών είναι ακόμα καλύτερη από την προηγούμενη και σε δεξιοτεχνία και σε γνώσεις. Ο Ζαχαρίας Σπυριδάκης είναι επίσης ένας αναγνωρισμένος λυράρης, με πλούσιο βιογραφικό και..ακόμα πιο πλούσια παιξίματα. Και αφού δεν υπάρχει αναφορά σε άλλα έγχορδα υποθέτω πως ίδιος ο Νεονάκης είναι αυτός που παίζει αυτά που ακούγονται.

Βέβαια, το να μαζευτούν μερικοί καλοί μουσικοί δεν αποτελεί εγγύηση επιτυχίας. Ένα καλό υλικό όμως, με τους κατάλληλους μουσικούς, μπορεί να απογειωθεί και γι’ αυτό ακριβώς, ιδιαίτερα σε μέρη όπου ο μουσικός μπορεί να αφήσει τη σφραγίδα του όπως π.χ. σε παραδοσιακά κομμάτια ή jazz, μουσικοί με μεγάλες δυνατότητες μπορούν να δώσουν άλλη διάσταση στο μουσικό κείμενο.


 Ο δίσκος του Δημήτρη Νεονάκη έχει κι άλλα πολλά θετικά γνωρίσματα, εκτός από την «καταταγωγή» του και τους μουσικούς. Οι συνθέσεις, άλλοτε σε πιο μελωδικά μονοπάτια και άλλοτε σε χαρακτηριστικούς γρήγορους Κρητικούς ρυθμούς, μου έφεραν ξανά συναισθήματα όπως όταν ακούω αγαπημένους δίσκους αυτού του μουσικού χώρου, όπως για παράδειγμα τις δουλειές του Αχιλλέα Περσίδη καθώς και εδώ έχουμε μια σύγχρονη ματιά και καινούργιο υλικό χωρίς όμως να απομακρυνόμαστε από κλίμακες γνώριμες στις οποίες πατούν κλασικές κρητικές γραμμές. 

Ακόμα και μ’ αυτές τις γνωστές κλίμακες ωστόσο –στη λύρα κυρίως - ακούμε το Νεονάκη να κάνει πολύ ενδιαφέροντα αρπίσματα ή γεμίσματα στην κιθάρα ενώ και οι συνδυασμοί των οργάνων βοηθούν στην ανάδειξη των συνθέσεων.  Δέκα ορχηστρικά κομμάτια με δυναμισμό αλλά και ευαισθησία που δεν απευθύνονται με κανέναν τρόπο μόνο στους λάτρεις της κρητικής μουσικής αλλά σε όποιον θέλει να ακούσει μουσικές όμορφες, βασισμένες στα συναισθήματα και τα πατήματα της παράδοσης, από νέους ανθρώπους και με πολύ μεράκι. Κομμάτια όπως οι «Απεσωκαριανές κοντυλιές» και «Το κρασί του κόκκου» προσφέρουν τις εξάρσεις του δίσκου  ενώ το ομότιτλο «Λίθινο» είναι μια γεννήτρια συναισθημάτων και εικόνων, από τα πιο όμορφα κομμάτια που έχω ακούσει αυτήν την περίοδο.


Εκτός από τους προαναφερθέντες έπαιξαν άρτια και οι  Νικόλας Χριστόπουλος (καχόν, μπεντίρ), Μιχάλης Μπουτσάκης (σάζι), Νίκος Πέτρος Κουλούρης (κλαρίνο, νέι) και Γιώργος Τζωρτζάκης (Στάμνα, μπεντίρ).

Και για να κλείσω επιστρέφοντας στην αρχή, αντιγράφω από το cd: «…ένα ευχαριστώ επίσης και στο φίλο μου το Σταμάτη για την ώθησή του να ξεκινήσει αυτό το έργο. Το “Μετά το μεσημέρι” του ανήκει».


Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Chromatic Sequence – Belle époque



Tα προβλήματα ξεκινούν ήδη από την αρχή. Υπάρχει ένα συγκρότημα, έχουν μια καινούργια δουλειά, πρέπει να περιγράψω – ανάμεσα στα άλλα – και τι περίπου μουσική παίζουν. Εκτός όμως από τα δύσκολα, από την αρχή ξεκινούν και τα ενδιαφέροντα. Και αυτό γιατί μεταξύ των πολλών θετικών των Chromatic Sequence, η μίξη στοιχείων διαφορετικών ειδών μουσικής είναι αυτό που όχι μόνο διατηρεί σταθερό το ενδιαφέρον, αφού πρώτα το έχει κεντρίσει, αλλά προκαλεί  και το θαυμασμό για το αποτέλεσμα που έχει επιτευχθεί.

Η ιστορία ξεκίνησε στην Αθήνα το 2007. Με δικά τους λόγια: «Ιδρυτής και συνθέτης του σχήματος είναι ο Γιώργος Στεφανακίδης, του οποίου το όραμα μοιράζονται εξαιρετικοί καλλιτέχνες. Το όραμα αυτό είναι η σύμπραξη δύο μουσικών κόσμων, αυτού της κλασικής και αυτού της ηλεκτρονικής. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός ήχου καινούργιου και πρωτότυπου που αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις όταν το βλέπει κανείς live! 


Το πρώτο πόνημα του σχήματος ήταν o δίσκος “7 μέρες μακριά” που κυκλοφόρησε το 2007 και παρουσιάστηκε σε συναυλίες που χαρακτηρίστηκαν για την ιδιαιτερότητά τους τόσο μουσικά όσο και εικαστικά. Ο πρώτος τους self-release δίσκος διανεμήθηκε δωρεάν στις συναυλίες τους και χαρακτηρίζει την ιδιαιτερότητα του σχήματος ως προς τη σχέση του με τη μουσική και το κοινό.

Το 2010 οι Chromatic Sequence κυκλοφόρησαν το δεύτερό τους δίσκο με τίτλο “Allou Fun Dark”. Το έργο αποτελείται από σκοτεινά τραγούδια και κείμενα (γραμμένα από το Γιώργο Στεφανακίδη) που παρουσιάστηκε ως μουσική/θεατρική παράσταση στην Ελλάδα και το εξωτερικό. 


Το καινούργιο έργο του σχήματος με τίτλο “Belle Epoque” είναι ένα βήμα πιο μακριά στην μουσική αναζήτηση των Chromatic Sequence. Το κλασικό γίνεται κλασικότερο και το ηλεκτρονικό ηλεκτρονικότερο! Η ορχήστρα μεγάλωσε και οι μουσικές απαιτήσεις αυξήθηκαν. Οι μελωδίες μπλέκονται με τραγούδι, breaks, λούπες και ρυθμούς πειραγμένους δημιουργώντας ένα ηχητικό τοπίο που ακροβατεί ανάμεσα στο ambient και το noise χωρίς ποτέ να χάνει το μουσικό και μελωδικό του ενδιαφέρον».

Με έναν από τους πιο ιδιαίτερους και ποιοτικούς δίσκους της δεκαετίας που έφυγε, το “7 μέρες μακριά” δημιούργησε ένα προηγούμενο εξαιρετικά υψηλών προδιαγραφών. Ύστερα από το σκοτεινό “Allou Fun Dark” οι Chromatic Sequence κυκλοφορούν το “Belle Epoque”. Πριν ασχοληθούμε με το μουσικό μέρος είναι κάτι άλλο που πρέπει να αναφερθεί.

Παρ΄όλο που διαθέτουν ένα χαρακτηριστικό μουσικό ύφος, η έννοια της αισθητικής είναι ένα γενικότερο χαρακτηριστικό τους. Από ένα μάλλον κλασικό artwork στον πρώτο δίσκο σε μια πανέμορφη δεύτερη κυκλοφορία με 14 έγχρωμες εικονογραφημένες κάρτες, ενώ στο  “Belle Epoque” ένας τετράγωνος κόκκινος φάκελος κλεισμένος με βουλοκέρι και τη σφραγίδα C.s. Το ότι δεν κρίνεις το βιβλίο από το εξώφυλλο ισχύει και στους δίσκους, εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με μια ξεχωριστή περίπτωση που, όπως είπα και  πριν, αναδεικνύει την αισθητική τους και όχι μόνο στη μουσική. 


Η μουσική ματιά των Chromatic Sequence δείχνει τον τρόπο αντίληψης της μουσικής σαν μια ενότητα. Δεν είναι έντεχνος δίσκος, δεν είναι ηλεκτρονικός, δεν είναι κλασικός και είναι όλα αυτά μαζί. Αλλά ποιος ο λόγος να προσπαθήσεις να περιγράψεις τη μουσική τους; Απλά την ακούς και νιώθεις μικρά μέρη του εαυτού σου να την καλωσορίζουν, να δονούνται ευχάριστα, να περιμένουν τις πρώτες νότες από το κάθε επόμενο κομμάτι.

Ηλεκτρονικοί ήχοι καταλήγουν σε κλασικίζοντα μέρη, όπως στο “Wild times” και στο “Monument” και μπαλάντες όπως η “Aλήθεια” και το “Delusion” συνθέτουν ένα ψηφιδωτό ήχων και συναισθημάτων.

Είναι σαφές για μένα πως ο Γιώργος Στεφανακίδης δεν είναι μόνο ένας νέος άνθρωπος με ταλέντο αλλά και με όρεξη και αγάπη γι’ αυτό που κάνει, με ιδέες και μια πρόταση ξεχωριστή. Θέλω όμως να πω και κάτι ακόμα: στη ηλεκτρονική επαφή που είχαμε όταν ζήτησα να αγοράσω τους δίσκους έλαβα ένα πολύ εκτεταμένο γράμμα, απολογία σχεδόν γιατί τα δυο τελευταία cd δεν είναι δυνατό να διανέμονται δωρεάν αλλά έχουν κόστος 10 και πέντε ευρώ αντίστοιχα!  Για τη θέση του αυτή τον εκτίμησα ακόμα περισσότερο…


Οι μουσικοί που έπαιξαν:
Γιώργος Στεφανακίδης - σύνθεση, ενορχήστρωση, programming, στίχοι, κιθάρα, artwork
Μαρίνα Κολοβού - τσέλο
Ελευθερία Τόγια - βιόλα
Σταματέλλα Σπίνουλα - βιολί
Μαρία Λαβράνου - φλάουτο, πίκολο
Χρίστος Σερενές - πιάνο
Νίκος Παγώνης - τύμπανα
Μαίρη Στεφανακίδη - τραγούδι
Δημήτρης Καρπούζας - ηχοληψία, μίξη
Dave Collins - mastering

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Δημήτρης Οικονομάκης – Bass fairy tales (με τον Τάκη Καπογιάννη)


Το συγκρότημα «Ομαδική Απόδραση» το παρακολουθούσα σχεδόν από την αρχή δημιουργίας του. Είχε αυτό το διαφορετικό από τα περισσότερα άλλα συγκροτήματα της εποχής, αναφέρομαι στο 1995, και δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο που με έκανε να τους ξεχωρίσω, οι μελωδίες, οι στίχοι, οι αρμονίες, τα όργανα, αλλά όλα αυτά μαζί στο σύνολό τους. «Η μπαλάντα του Άιμαν» είχε ακουστεί πολύ τότε και για αρκετό καιρό μετά, όπως και το πολύ ωραίο «ένα βλέμμα φτάνει» με την πολύ όμορφη φωνή της Μαριάνθης Σοντάκη.


Ο Δημήτρης Οικονομάκης δημιούργησε το σχήμα το 1995, όπως αναφέρει ο ίδιος: «ένα “μουσικό όχημα”, που μέσα από την ομαδική δουλειά, στόχο είχε την περιπλάνηση σε διαφορετικά μουσικά ιδιώματα και την εξέλιξη των μουσικών που συμμετείχαν. Η "Ομαδική Απόδραση" παρουσίασε 4 δισκογραφικές δουλειές που ξεκινούν από το "μεταχατζιδακικό" τραγούδι και οδηγούν στον ευρύτερο χώρο της Τζαζ». Ιδιαίτερα σαφές έγινε αυτό, η πιο τζαζ κατεύθυνση, στον τελευταίο δίσκο με όνομα πλέον «Απόδραση», έναν δίσκο που αξίζει να αναζητήσει κανείς αν δεν τον έχει ακούσει.

Στη συνέχεια το συγκρότημα έδωσε τον ήχο του στο «Μπιτ Παζάρ» του Λουδοβίκου των Ανωγείων ενορχηστρώνοντας το δίσκο αλλά και πλαισιώνοντας τον Λουδοβίκο στις ζωντανές εμφανίσεις του. Σαν συνέχεια αυτής της συνεργασίας ήρθαν οι 10 ορχηστρικές παραλλαγές σε τραγούδια του Λουδοβίκου από τον Δημήτρη Οικονομάκη, οι οποίες βρίσκονται στο δίσκο «Ποια πάθη από τον έρωντα».


Έχουμε λοιπόν εδώ την πρώτη προσωπική δουλειά του Δημήτρη Οικονομάκη στο δίσκο με τίτλο “Bass fairy tales”. Οι σπουδές του μπορεί να ξεκίνησαν με μαθήματα κλασικής κιθάρας με δάσκαλο το Νότη Μαυρουδή, στην πορεία ήρθε όμως το κοντραμπάσo με δάσκαλο τον Τάκη Καπογιάννη, πρώτο κοντραμπάσο της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.

 «Ξεκίνησε σαν ένα αστείο στο μάθημα», αναφέρει το δελτίο τύπου: “Αφού δεν υπάρχουν πολλά ωραία κομμάτια για κοντραμπάσο, θα γράψω εγώ, είπε ο “μαθητής”. Το πρώτο κομμάτι ενθουσίασε τον “δάσκαλο” και σε διάστημα δυο περίπου μηνών το “Bass Fairy Tales” είχε ολοκληρωθεί. Με τον Καπογιάννη στο δοξάρι και τον Οικονομάκη στο pizzicato και στην κλασική κιθάρα».


Οι περισσότεροι μουσικοί είναι γνωστοί από την Απόδραση, ομαδική ή... σκέτη. Η Σοφία Μαυρογενίδου στο φλάουτο, ο Γιώργος Κατσάνος στο πιάνο και  το βιμπραντονεόν, ο Σπύρος Μοσχούτης στα ντραμς και ο Τάσος Φωτίου στο σοπράνο σαξόφωνο, παλιοί… δραπέτες , ενώ παίζουν επίσης και ο Ηρακλής Βαβάτσικας accordina και ακορντεόν και ο Ξενοφών Συμβουλίδης όμποε. Μια εξαιρετική ομάδα μουσικών, με λίγα λόγια.


Από την ομάδα αυτή είναι κατανοητό ότι δεν αναφερόμαστε σε έργα αμιγώς για κοντραμπάσο, όπως το “Bass to bass” του Νεκτάριου Καραντζή και του Λάκη Τζήμκα, που ίσως θα σκεφτόταν κάποιοι. Η ανάδειξη του οργάνου γίνεται συνεπώς παράλληλα με άλλα όργανα και μάλιστα με τρόπο προσθετικό. Ο δίσκος ξεκινάει μόνο με κοντραμπάσο με δοξάρι, solo, συνεχίζει στο δεύτερο κομμάτι μαζί με κιθάρα, στο τρίτο με κιθάρα και φλάουτο και πάει λέγοντας μέχρι το έβδομο κομμάτι. Οι ονομασίες των κομματιών περιγράφουν ακριβώς αυτή την εξέλιξη:duet, trio, quartet, quintet, sextet και σαν tutti, το septet για να κλείσει όπως ξεκίνησε, με το κοντραμπάσο μόνο του, σε pizz, υπενθυμίζοντάς μας ποιο είναι το… τιμώμενο όργανο. 


Δεν περίμενα κάτι λιγότερο από τον Οικονομάκη, γνωρίζοντας το ύφος του, χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι επαναλαμβάνεται. Οι αρμονίες του είναι όμορφες, τα κομμάτια δεμένα και η εικόνα που σχηματίζεις είναι μιας μουσικής που αναδεικνύει μεν το όργανο προς τιμήν του οποίου έγινε ο δίσκος αλλά χωρίς να γίνεται μια συνεχής προβολή του, κάτι που θα ήταν μάλλον βαρετό. Αντίθετα, η ενορχήστρωση είναι αρκετά ισορροπημένη και το κάθε κομμάτι, εκτός προφανώς από το πρώτο και το τελευταίο, είναι μια πολύ ευχάριστη και μελωδική ακρόαση “ισότιμων” οργάνων δομώντας συνολικά έναν ορχηστρικό δίσκο που, δεν ξέρω αν δικαιολογεί τον τίτλο του, αλλά σίγουρα μας προσφέρει μια πολύ αξιόλογη δημιουργία του Δημήτρη Οικονομάκη (και των μουσικών). Ένας δίσκος, μεταξύ πολλών ορχηστρικών δίσκων, που περιμένει και πρέπει να ανακαλυφθεί.