Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ελένη & Σουζάνα Βουγιουκλή - To Be Safe




Ήταν καιρός να κυκλοφορήσουν κάτι καινούργιο οι αδερφές Βουγιουκλή. Για όσους δεν έτυχε να ακούσουν κάτι με τις φωνές τους μπορούν αν το κάνουν στο:  http://www.youtube.com/user/souzanaeleni και για περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα τους:  http://vougioukli.gr/gr/ . Εκτός από πολύ καλές ερμηνείες και ωραίες επιλογές τραγουδιών, χαρακτηριστικό τους είναι οι ποιοτικές ζωντανές εμφανίσεις πάντα με μεγάλο πιάνο και εντυπωσιακά φορέματα. Δεν είναι φυσικά η εικόνα που έχει σημασία· δείχνει όμως την υπεύθυνη αντιμετώπιση και σοβαρότητα με την οποία οι αδερφές Βουγιουκλή αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους.


 Περισσότερα από τέσσερα χρόνια έχουμε να ακούσουμε δική τους δουλειά, αν λάβει δε κανείς υπ’ όψιν πως τα περισσότερα από τα τραγούδια του πρώτου δίσκου κυκλοφορούσαν στα ραδιόφωνα – θυμάμαι να τα παίζω στο ραδιόφωνο πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος – η χρονική περίοδος που δεν ακούσαμε κάτι καινούργιο, προσωπικό, είναι μεγάλη. Και λέω προσωπικό γιατί συμμετοχές υπήρξαν και ενδεικτικά αναφέρω δύο καταπληκτικές, μία στον δίσκο «Θνητάριο» του Δημήτρη Καρρά και μια στον πολύ πρόσφατο δίσκο των Rotting Christ «Κατά Τον Δαίμονα Εαυτού». 

Δράττομαι  της ευκαρίας να πω πως η δίφωνη εκδοχή τους στο «Μάνα μου», βασισμένο στην απόδοση του Χριστόδουλου Χάλαρη είναι συγκλονιστική· από τους αγαπημένους δίσκους όλων των εποχών οι «Δροσουλίτες», ένα μουσικό αριστούργημα με τη φωνή του Χρύσανθου και της Δήμητρας Γαλάνη, θυμάμαι να πρωτακούω την πρόταση τους για το  τραγούδι αυτό γεμάτος δυσπιστία και αρνητισμό, ομολογώ, που όμως έγινε θαυμασμός σε μερικά δευτερόλεπτα. 

Στη Ελλάδα της κρίσης ο μουσικός γίνεται και παραγωγός του (δαίμονα) εαυτού του για να ξεπεράσει την απουσία των δισκογραφικών εταιρειών. Η Ελένη και η Σουζάνα Βουγιουκλή μπήκαν και αυτές στην διαδικασία αυτή και όλη η προσπάθειά τους αποτυπώθηκε στον δίσκο «To Be Safe». Δέκα κομμάτια από τα οποία τα εφτά είναι δικά τους σε μουσική και στίχους και τα τρία σε δικές τους διασκευές.

To blogpost δεν "έβλεπε" το συγκεκριμένο video που επέλεξα οπότε σας δίνω τον σύνδεσμο για να ακούσετε το "Σαν Οίκτος" από το "To Be Safe".
http://www.youtube.com/watch?v=jO37Y1IIeMI


Ο δίσκος ανοίγει με το κομμάτι «Σαν Οίκτος». Με ξεκάθαρες αναφορές στα αμερικάνικα spirituals είναι ένα κομμάτι που απλά κολλάς με το πρώτο άκουσμα. Δεν έχω ακούσει κάτι ανάλογο από έλληνα καλλιτέχνη, τουλάχιστον τελευταία με μια πρώτη σκέψη. Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι πως δεν είναι η πρωτοτυπία του μόνο αλλά και το ίδιο το τραγούδι που με τη μουσική και τις ερμηνείες σε φέρνει σε ακουστική εγρήγορση.

Το «Πυρομάνι» είναι ένα ακόμα δικό τους τραγούδι επηρεασμένο από την ρεμπέτικη και δημοτική παράδοση. Εδώ, λόγω ενός πολύ ταιριαστού ρυθμικού σχήματος από τον Αλέξη Αποστολάκη λίγο μετά το τρίτο λεπτό, πρέπει να αναφέρουμε πως είναι αυτός και ο Χρήστος Τσαπράζης στα τύμπανα και το μπάσο αντίστοιχα οι μουσικοί που κρατούν το λιτό ενορχηστρωτικό μέρος, μαζί βέβαια με την κιθάρα και το πιάνο της Έλενας και της Σουζάνας.

Το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου είναι ένα ωραιότατο μπλουζ και η φυσαρμόνικα δένει άριστα, όπως είναι αναμενόμενο. Στο «Καλύτερα Τα Μαύρα Ρούχα»η διασκευή βγάζει μια μάλλον πιο σκοτεινή πλευρά του γνωστού παραδοσιακού τραγουδιού ενώ το τραγούδι τους «Wake Up» έρχεται πιο κοντά στο σήμερα, για να ταξιδέψουμε στη συνέχεια στην Αμερική και πάλι με ένα παραδοσιακό όμως τραγούδι, το «Where Did You Sleep Last Night (In The Pines)». Το «Μοve Over» είναι μια μπαλάντα που κουβαλάει κάτι γλυκό από τα 70’s και με ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Στο «Άνοιξαν Πολλές» η παραδοσιακότροπη μελωδία συνδυάζεται με πιάνο και ωραίες αρμονικές ιδέες και το «Pentathlon» που έπεται αποτελεί την συνέχειά του (χωρίς παύση), σε πέντε όγδοα, μόνο με μουσική και «βοκαλισμούς». Ο δίσκος κλείνει με κάτι που αδερφές Βουγιουκλή γνωρίζουν να κάνουν πολύ καλά: διφωνία a cappella και μάλιστα σε ένα παραδοσιακό κομμάτι της Κάτω Ιταλίας, το «Moje Bukura».



Προσεγμένη παραγωγή που επιπλέον έγινε στη Θεσσαλονίκη με ηχολήπτη τον Τίτο Καρυωτάκη. Η Ελένη και η Σουζάνα Βουγιουκλή λοιπόν διαθέτουν ωραίες και δουλεμένες φωνές, γράφουν ωραία τραγούδια, μπλέκουν την ελληνική μουσική με την ξένη παραδοσιακή και παραμένουν σε ποιοτικές κατευθύνσεις. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

May Roosevelt – Μουσική Σε Ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου



Σαν πληρωμένη απάντηση ήρθε αυτός ο δίσκος. Σε μια συζήτηση περί της μουσικής δημιουργίας της πόλης εξέφρασα την άποψη πως η Θεσσαλονίκη δεν είναι αυτό που ήταν πριν από μερικά χρόνια: η πόλη όλο και περισσότερο χάνει τους μουσικούς της που ζητούν καλύτερη τύχη στην πρωτεύουσα αλλά και οι μουσικές σκηνές, όσες υπάρχουν, αδυνατούν να συντηρήσουν τους εναπομείναντες. Έτσι, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των δισκογραφικών εταιρειών και την απαίτηση για πλήρη κάλυψη των εξόδων μια δισκογραφικής παραγωγής των συνθετών/ τραγουδοποιών από τους ίδιους, η εικόνα της πόλης είναι ζοφερή. Και τότε έρχονται τρεις δίσκοι σε διάστημα λίγων ημερών είτε για να ανατρέψουν τον ισχυρισμό είτε για να δώσουν μια λιγότερο απαισιόδοξη νότα.


Δεν κρύβω πως με μεγάλη περιέργεια έσπευσα να ακούσω τον καινούργιο δίσκο της May Roosevelt. Τα σχετικά με τον προηγούμενο δίσκο μπορείτε να διαβάσετε σε παλιότερη ανάρτηση (http://thodorosexintaris.blogspot.gr/2012/05/may-roosevelt-aunted.html ) : μια δουλειά ιδιαίτερη, με προσωπικό ύφος και άποψη. Καθόλου παράλογο λοιπόν όταν έχεις ήδη ακούσει μια δουλειά για την οποία έχεις εκφραστεί πολύ θετικά να περιμένεις πολλά και από την επόμενη. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε ακόμα καλύτερη.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, χαρακτηριστική μορφή της Θεσσαλονίκη και των τεχνών γενικότερα με συνεπή παρουσία εδώ και πολλά χρόνια στην πνευματική ζωή, είναι νομίζω από τους ανθρώπους που δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Λόγος χαρακτηριστικός, συχνά αιρετικός και – παλαιότερα κυρίως – περιθωριακός ή περιθωριοποιημένος. Δεν κρύβω πως αυτή τη συνεργασία δεν την περίμενα για πολλούς λόγους. Από τη μια είναι ο προηγούμενος  οργανικός δίσκος της May Roosevelt. Από την άλλη υπάρχει μια γενικότερη “απόσταση” σε όσους ασχολούνται με ηλεκτρονική μουσική ή ηλεκτρονικά όργανα με τον ελληνικό λόγο, πολύ δε περισσότερο με την ποίηση.  Παρ’ όλο όμως που ο λόγος υπάρχει, δεν υπάρχουν τραγούδια: ο ίδιος ο Ντίνος Χριστιανόπουλος απαγγέλλει τους στίχους του με τον χαρακτηριστικό τρόπο του και η μουσική συνυπάρχει δημιουργώντας ένα συμπαγές σύνολο.


Πιάνο και θέρεμιν, αυτά είναι τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν για να συνακουστούν με την απαγγελία του Χριστιανόπουλου. Μελοποίηση υπάρχει, δηλαδή δημιουργία μελωδίας – και αρμονίας -  αλλά δεν είναι η μελοποίηση των στίχων. Τα δύο όργανα, ξεχωριστά ή μαζί, δημιουργούν μέσα στον μινιμαλισμό τους έναν ήχο απρόσμενο και απρόσμενα ταιριαστό με την ποίηση του Χριστιανόπουλου. Στα δέκα κομμάτια του δίσκου η απαγγελία ακούγεται στην αρχή κυρίως, αφήνοντας έτσι χώρο στη συνέχεια για την μελωδική συνέχεια και εξέλιξη των βασικών θεμάτων που ακούγονται είτε και αυτά στην αρχή ή παρουσιάζονται μετά την απαγγελία για να αναπτυχθούν κατόπιν.

Το αποτέλεσμα είναι καταπληκτικό με όλη τη σημασία της λέξης. Το ηχητικό αποτέλεσμα αναδίδει μια νοσταλγία, έναν σκεπτικισμό ή μια θλίψη, συνεπώς κινούμενο στα χνάρια των σκέψεων και των λέξεων των ποιημάτων. Μια σύγχρονη ματιά μιας νέα κοπέλας που φέρνει έναν διαφορετικό αέρα – και ήχο – στην ποίηση εν ζωή ποιητή και γεφυρώνει την απόσταση ηλικιών, ιδεών, εμπειριών.


Δεν πρέπει να παραβλεφθεί το εικαστικό μέρος του ψηφιακού δίσκου. Πέρα από το όμορφο ανάγλυφο εξώφυλλο, υπάρχει αφισάκι με τους στίχους των ποιημάτων που ακούγονται στην μία πλευρά του και μια ακουαρέλα με την προσωπογραφία της May Roosevelt. Μια ακόμα ακουαρέλα με την προσωπογραφία του Ντίνου Χριστιανόπουλου βρίσκεται στο εσώφυλλο του δίσκου. Δημιουργίες του Στέλιου Ψευτόγκα και οι δύο, είναι πραγματικά υπέροχες και συμπληρώνουν εικαστικά την αρτιότητα του δίσκου - την μίξη του οποίου έχει κάνει ο «γκουρού» Χρήστος Μέγας.

Η μετά βεβαιότητας καλύτερη θερεμινίστρια στη Ελλάδα έχει λοιπόν πολλές δυνατότητες που σιγά-σιγά αποκαλύπτει. Το σίγουρο είναι πως άκουσα έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς και όταν το γνωρίζεις οκτώ μήνες πριν το τέλος της κάτι σημαίνει.

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

The Next Step Quintet



Πριν από κάποια χρόνια αν κάποιος έλεγε ότι παίζει σε jazz σχήμα στην Ελλάδα και ότι το σχήμα έχει μέσο όρο ηλικίας τα 25 χρόνια μάλλον θα προκαλούσε θυμηδία. Για πολλά χρόνια, λόγω των απαιτήσεων της μουσικής αυτής σε κατάρτιση αλλά και σε εμπειρία ώστε να αφομοιώσει κανείς αυτά που έμαθε θεωρητικά και σε συνδυασμό πάντα με την μικρή σχετικά αποδοχή της υπήρχε η θεώρηση και η φανταστική εικόνα πως οι τζαζίστες πρέπει να είναι τουλάχιστον μεσήλικες. Η ευρύτερη αποδοχή της, αρχικά στο κύκλο των μουσικών, και το Τμήμα Μουσικών Σπουδών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο –ως δομή αλλά και ως διδακτικό προσωπικό - ανέτρεψαν και ανατρέπουν το στερεότυπο αυτό.


Πέμπτη 25 Απριλίου η κυκλοφορία του δίσκου και 25 ο μέσος όρος ηλικίας του συγκροτήματος. Αριθμός που δεν μπορεί παρά να μας παραπέμψει στους Baby Trio, το συγκρότημα με ένα μόνο σταθερό μέλος, τον ιδρυτή του, Γιώργο Κοντραφούρη, καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο εκτός από σπουδαίο πιανίστα. Το ταλέντο και η τεχνική του Κοντραφούρη προσφέρουν πολύτιμη εμπειρία σε δυο νέους μουσικούς που παίζουν μαζί του μέχρι να γίνουν 25 ετών οπότε αντικαθίστανται.

Τέσσερα από τα πέντε μέλη του συγκροτήματος μετά την κοινή τους φοίτηση στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου (jazz τμήμα) αποφάσισαν να κάνουν «το επόμενο βήμα», τη δημιουργία δηλαδή ενός συγκροτήματος για να παρουσιάσουν τις δικές τους συνθέσεις και να εκφραστούν μέσω των αυτοσχεδιασμών τους. Ο Θοδωρής Κότσυφας στην κιθάρα, ο Γιάννης Παπαδόπουλος στο πιάνο, ο Ντίνος Μάνος στο μπάσο και ο Βασίλης Ποδαράς στα ντραμς συναντήθηκαν σε ένα jam session με τον Ορφέα Τσουκαλά και το συγκρότημα απέκτησε και σαξόφωνο. Ο Βασίλης Ποδαράς, υπήρξε μέλος των Baby Trio για δυο περιόδους και… συνταξιοδοτήθηκε πολύ πρόσφατα.


Είναι προφανές πως όσο αυξάνονται τα όργανα ενός συγκροτήματος αυξάνεται τόσο η δυνατότητα ελιγμών και εκφράσεων όσο και ο ηχητικός πλουραλισμός. Το  Κουιντέτο μας δίνει εννέα χορταστικά κομμάτια τόσο σε μουσική όσο και σε χρόνο (υπερβαίνει την μια ώρα ο δίσκος) και μας κάνει να χαμογελούμε με αισιοδοξία για το μέλλον της ελληνικής jazz -που βρίσκεται στην καλύτερη φάση της – και γενικότερα για το μουσικό επίπεδο στη Ελλάδα το οποίο μάλλον κάνει “giant steps” και όχι απλά “next step”.

Ο δίσκος αναδίδει σίγουρα φρεσκάδα και ένα αρκετά υψηλό επίπεδο έκφρασης και τεχνικής, χωρίς να βάζουμε απαραίτητα το φίλτρο της ηλικίας για να κρίνουμε με συμπάθεια και κατανόηση. Τα κομμάτια έχουν χαρακτήρα και ενδιαφέρον και με άνεση ξεχωρίζει κανείς, πιστεύω, τις πολλές καλές στιγμές του δίσκου, όπως  βέβαια το “Cosmos”, ένα όμορφο, δυναμικό κομμάτι, το “Urchin” και το ιδιαίτερο “Esbjorn” , ένα φόρος τιμής στον πρόωρα χαμένο Esbjorn Svensson, έναν από τους καλύτερους Ευρωπαίους πιανίστες (Σουηδός).
Αν το cd δεν είχε τίτλο το όνομα του συγκροτήματος (το πρώτο τους γαρ) θα μπορούσε να ονομάζεται «Μεγάλες προσδοκίες» ή κάτι αντίστοιχο. Μεγάλες προσδοκίες όχι φυσικά με την έννοια της αποτυχημένης προσπάθειας που πολλά ήθελε και λίγα κατόρθωσε, αλλά αντίθετα με την αίσθηση της ευχάριστης αναμονής για κάθε τι καινούργιο, είτε συλλογικό ως συγκρότημα, είτε ατομικά ως μουσικοί.

Το σχέδιο του cd είναι, τέλος, πολύ ωραίο ενώ θα πρέπει να παρατηρήσω και  ότι η puzzlemusik έδωσε στο cd τον αριθμό καταλόγου που του ταιριάζει: 025.

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Πρίαμος Μωράκης Quintet (feat. Πηνελόπη Τζανετάκη) – The Athenian Project



Ας ξεκινήσουμε καλύτερα με τις συστάσεις: Πρίαμος Μωράκης. Και αν θα έλεγε «χάρηκα», εμείς χαρήκαμε περισσότερο. Η δουλειά που μας παρουσίασε πρόσφατα είναι εξαιρετική από την αρχή ως το τέλος. Δεν ακολούθησε τον γενικό κανόνα που λέει πως οι απόγονοι των γνωστών συνθετών δεν έχουν ιδιαίτερο ταλέντο. Υιός του Τάκη Μωράκη – για τον οποίο μάλλον δεν χρειάζονται συστάσεις - και κιθαρίστας στο χώρο της jazz, παρουσιάζει έναν δίσκο που έχει κεντρικό άξονα τραγούδια του πατέρα του αλλά και μερικά ακόμα που θα αναφέρω παρακάτω.


Ο δίσκος ανοίγει με το “Boy On A Dolphin”, παγκοσμίως γνωστό ως τραγούδι της ομότιτλης ταινίας του 1957 σε σκηνοθεσία του Jean Negulesco με την Sophia Loren αλλά και το Αλέξη Μινωτή. Τραγουδούσαν η ίδια η Sophia Loren και ο Τώνης Μαρούδας. Ακούγεται η εκδοχή με τους αγγλικούς στίχους και όχι με τους ελληνικούς του Γιάννη Φερμάνογλου, η οποία ακούγεται στο τέλος του δίσκου. Η όμορφη γυναικεία φωνή ανήκει στην Πηνελόπη Τζανετάκη (Voyage Jazz Group), μουσικολόγο από το Ιόνιο πανεπιστήμιο κατά δεύτερο λόγο, ωραία χρoιά και πεντακάθαρη άρθρωση πρωτίστως. Είχα ακούσει παλαιότερες ηχογραφήσεις με τη φωνή της μέσω κοινού φίλου και είχα εκτιμήσει τις δυνατότητές της. Στο δίσκο, λόγω των κομματιών, δεν φαίνεται η μεγάλη δυναμική της καθώς τα περισσότερα είναι ελαφρά. Και πάλι όμως, η ερμηνεία της προσφέρει λάμψη στα κομμάτια.

Το «Θα Σ’ Αγαπώ» είναι ένα 50’s κομμάτι του Τάκη Μωράκη στο οποίο , όπως και σε πολλά άλλα τραγούδια συμμετέχει το κουαρτέτο εγχόρδων Cresendo και δίνεται έτσι ένα ύφος ενορχήστρωσης που παραπέμπει στις δεκαετίες εκείνες και είναι πολύ καλό, με άλλα λόγια “CEst Si Bon”. Αυτό ακριβώς είναι και το επόμενο πασίγνωστο τραγούδι, του Henri Betti, αλλά ακούγεται με τους ελληνικούς στίχους που έβαλε ο Τζίμης Μακούλης· και αυτό τραγούδι της ίδιας δεκαετίας.


Αλλάζοντας… δεκαετία ακούμε το «Δεν Είμαι Τίποτα», επιτυχία του 1960 με τη Νάντια Κωνσταντοπούλου (μητέρα του Πρίαμου Μωράκη). Ακολουθεί ένα ακόμα πασίγνωστο τραγούδι του Τάκη Μωράκη, το «Χαρά Μου», σε μια πολύ ωραία instrumental εκδοχή. Με το «Γελάς» του Κώστα Καπνίση δεν αλλάζουμε μόνο συνθέτη αλλά και δεκαετίες, αφού πηγαίνουμε πίσω στο 1949(!) που γράφτηκε το τραγούδι και ακούστηκε τη δεκαετία του ’50 από τον Τώνη Μαρούδα.

Το «Έλα» που ακολουθεί είναι το μοναδικό τραγούδι του Πρίαμου Μωράκη στο δίσκο. Μόνο κιθάρα στη αρχή, κατόπιν ντουέτο φωνή-κιθάρα και στη συνέχεια και τα υπόλοιπα όργανα: ένα πάρα πολύ όμορφο κομμάτι που δεν φεύγει από την συνολική μουσική και ενορχηστρωτική αισθητική του δίσκου. 

Το «Ποτέ Μην Κλαις» του Τάκη Μωράκη ακούγεται στη συνέχεια, μεγάλη επιτυχία και αυτό από το 1955 που ηχογραφήθηκε πρώτη φορά. «Που Πάτε Κύριε» και «Τι’ Ν’ Αυτό Που Το Λένε Αγάπη» (το “Boy On A Dolphin” στα ελληνικά) κλείνουν την ομάδα τραγουδιών του Τάκη Μωράκη. Το πρώτο έρχεται από το 1963, ερμηνευμένο από τη Νάντια Κωνσταντοπούλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου και βραβεύτηκε. Το δεύτερο προϋπήρχε με τη μορφή αυτή πριν από την ταινία.


 Ο δίσκος κλείνει με ένα τραγούδι της Πηνελόπης Τζανετάκη, το «Αν Ήσουν Άνεμος». Με έντονα στοιχεία soul  και RnB είναι ένα πραγματικά πολύ ωραίο κομμάτι. Έχουμε έτσι την μετάβαση από το πρώτο τραγούδι του δίσκου, από το 1957, στο τελευταίο τραγούδι που μας φέρνει ομαλά στο σήμερα.

Δεν είναι μόνο οι πολύ ωραίες εκτελέσεις των τραγουδιών και από τους μουσικούς και από την Πηνελόπη Τζανετάκη που κάνουν τον δίσκο ξεχωριστό· είναι και οι εξαιρετικές ενορχηστρώσεις του Πρίαμου Μωράκη (μαζί με τον Τάσο Ρωσόπουλο  στις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων) που έδωσαν – με τη βοήθεια των μουσικών – τον καλύτερο χαρακτήρα των οργάνων στα τραγούδια αυτά. Η ηχογράφηση είναι υπέροχη, πολύ φυσική, και ο ήχος της κιθάρας του Πρίαμου Μωράκη αυτός που αγαπώ περισσότερο, με μια γλυκειά θαμπάδα – τύπου, ας πούμε, Kenny Burrell. Ο ίδιος ο Πρίαμος Μωράκης παίζει καταπληκτικά.

Kαι σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, έρχεται και το ένθετο του cd να πλαισιώσει με τον καλύτερο τρόπο την δουλειά αυτή. Απίστευτα ωραίες ασπρόμαυρες φωτογραφίες των μουσικών (Αllesandro Giacalone), του πιο υψηλού επιπέδου. Έτσι κι αλλιώς οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στη jazz είναι μια τέχνη με μεγάλη ιστορία. Δεν θυμάμαι πιο ωραίες φωτογραφίες σε ένθετο ελληνικού cd τελευταία (τουλάχιστον τελευταία). Στα πολύ θετικά του δίσκου επίσης και οι πληροφορίες για το κάθε τραγούδι του cd.


 Οι υπόλοιποι μουσικοί που ακούγονται στο δίσκο είναι πολύ γνωστοί μουσικοί του χώρου και συμβάλλουν βέβαια στο αποτέλεσμα: Ο Δημήτρης Καλατζής στο πιάνο, ο Χρήστος Ραφαηλίδης στο βιμπράφωνο, οι Μάνος Λούτας και Περικλής Τριβόλης στο μπάσο, ο Φίλιππος Παπάς στο τενόρο σαξόφωνο, οι Λέανδρος Φράτνικ και Δημήτρης Κακαβούλης στα ντραμς  και ο Σωκράτης Γανιάρης στα κρουστά.

Αυτός ο δίσκος έρχεται σαν απάντηση στην έλλειψη των εταιρειών – αυτή ήταν από τις πρώτες σκέψεις που έκανα -  για να δείξει πώς όταν υπάρχει σφαιρική άποψη του μουσικού για την δουλειά του δεν χρειάζονται απαραίτητα παραγωγοί και εμπειρογνώμονες. Ταλέντο, μεράκι, καλοί μουσικοί, αισθητική και το χαρμάνι ενός άρτιου δίσκου, σαν κι αυτόν, είναι έτοιμο.